Όπως απ όλες τίς αρρώστιες τού σώματος πιό επικίνδυνη είναι η κρυφή καί άγνωστη στόν άρρωστο, έτσι καί απ όλες τίς κακίες, πού είναι αρρώστιες τής ψυχής, η πιό επικίνδυνη είναι η υπερηφάνεια.
Γιατί όσο καταστρεπτική είναι, άλλο τόσο είναι απόκρυφη στόν άρρωστο. Καί μάλιστα πολλοί άνθρωποι τού κόσμου όχι μόνο δέν ελέγχονται από τή συνείδησή τους πού είναι υπερήφανοι, αλλά κυριολεκτικά μεθάνε από τήν υπερηφάνεια, σέ σημείο πού καταντάνε νά τήν έχουν γιά στόλισμα καί στεφάνωμα!
Γι αυτό καί ο Προφήτης τούς ελεεινολογεί, λέγοντας: «Ουαί τώ στεφάνω τής υπερηφανείας οι μεθύοντες άνευ οίνου»1. Η υπερηφάνεια είναι μιά άτακτη επιθυμία υπεροχής τού ανθρώπου, μέ τήν οποία μετράει τόν εαυτό του περισσότερο απ όσο αξίζει στήν πραγματικότητα, καί θέλει οι άλλοι άνθρωποι νά τόν υπολογίζουν έτσι.
Γι αυτό ένας υπερήφανος δέν λογαριάζει κανέναν άλλον εκτός από τόν ίδιο. Κέντρο σ όλα του τά πράγματα βάζει τόν εαυτό του, όπως η αράχνη βάζει τόν εαυτό της κέντρο στόν ιστό της. Καί όπως εκείνη πλέκει τίς κλωστές τού ιστού μέ κέντρο τόν εαυτό της, έτσι καί ο υπερήφανος σκέπτεται καί ενεργεί μέ κέντρο τόν εαυτό του. Τούς κατωτέρους τούς μεταχειρίζεται σά ζώα. Τούς ανωτέρους τούς αντιμετωπίζει σά δούλους. Στούς συγγενείς του φέρεται σά νά μήν τούς γνώριζε ποτέ. Στούς άλλους συμπολίτες του σά νά ήταν ξένοι: «Τοίς δούλοις αντί ζώων χρήται, τοίς ευγενέσιν αντί δούλων, τοίς οικείοις ως αλλοτρίοις, τοίς πολίταις ως ξένοις», όπως γράφει ο Ιουδαίος Φίλων.
Η αγία Γραφή ζωγραφίζει ωραιότατα τήν κατάσταση τού υπερήφανου μέσ από τά λόγια τού βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, καθώς περπατούσε στή Βαβυλώνα καί τή θαύμαζε: «Ουχ αύτη εστί Βαβυλών η μεγάλη, ήν εγώ ωκοδόμησα εις οίκον βασιλείας εν τώ κράτει τής ισχύος μου εις τιμήν τής δόξης μου;»2.
Εκείνο τό περπάτημα, πού έκανε μέ έπαρση ο βασιλιάς μέσα στά βασίλειά του, καθώς καί τά ματαιόδοξα λόγια του, φανερώνουν τήν αυταρέσκεια κάθε υπερήφανου. Όπως ο Ναβουχοδονόσορ ναρκισσευόταν, επιζητώντας επιπλέον καί τό θαυμασμό τών άλλων, έτσι καί κάθε υπερήφανος δέν αρκείται στόν αυτοθαυμασμό καί τήν αυταρέσκειά του, αλλά θέλλει νά τόν θαυμάσουν. Παρόμοια καί κάθε μικρό προτέρημα ή χάρισμα πού έχει, τού φαίνεται μεγάλο, όπως έγινε μέ κάποιο φτωχό, πού ενώ τού έδωσαν έναν οβολό, εκείνος νόμισε πώς τού έδωσαν φλουρί.
Αλλά δέν τελειώνει εδώ η υπερηφάνεια. Προχωράει περισσότερο: Ο Ναβουχοδονόσορ όχι μόνο φουσκώνει τήν αλήθεια, αλλά καυχιέται γιά κείνο πού ξέρει ότι είναι ψέμα. Βεβαιώνει ότι αυτός έχτισε τήν πόλη τής Βαβυλώνας, ενώ μόνο τά τείχη μεγάλωσε. Τήν πόλη τήν είχε χτίσει από τά θεμέλια ο Βήλος.
Η ζημιά πού προξενεί στήν ψυχή η υπερηφάνεια δέν είναι δυνατό νά εξηγηθεί. Σκέψου μόνο, ότι τό μεγαλύτερο κακό στόν κόσμο είναι η αμαρτία, καί τό μεγαλύτερο καλό η θεία Χάρη. Καί εφόσον η υπερηφάνεια είναι η ρίζα κάθε αμαρτίας, εναντιώνεται στή Χάρη τού Θεού. Τί χειρότερο κακό απ αυτό μπορεί νά μάς κάνει; Είναι η πιό θανάσιμη αμαρτία, όπως τήν ονομάζουν οι θεολόγοι, γιατί εύκολα οδηγεί τόν άνθρωπο νά πέσει σέ κάθε άλλη αμαρτία. Όπως ένα φίδι, όταν βάλει τό κεφάλι του σέ μιά τρύπα, εύκολα βάζει καί τό υπόλοιπο σώμα του, έτσι, όπου μπεί η κακία τής υπερηφάνειας, εύκολα μπαίνουν μετά όλα τά κακά. Τό λέει καί ο άγιος Ιωάννης τής Κλίμακος: «Όπου πτώμα κατέλαβεν, εκεί υπερηφανία προεσκήνωσεν»3.
Δέν μπορούν νά υπάρχουν στήν καρδιά μας πίστη καί υπερηφάνεια μαζί. Όταν υπάρχει τό ένα, αναγκαστικά θά λείπει τό άλλο. Γι αυτό έλεγε ο Κύριος γιά τούς Φαρισαίους, ότι μέ τό ν αποζητούν τόν έπαινο ο ένας τού άλλου, ήταν ανάξιοι νά πιστέψουν σ Αυτόν: «Πώς δύνασθε υμείς πιστεύσαι, δόξαν παρ αλλήλων λαμβάνοντες, καί τήν δόξαν τήν παρά τού μόνου Θεού ού ζητείτε;»4. Από τά λόγια αυτά μπορείς νά καταλάβεις, ότι, αφότου μπεί στήν ψυχή τού ανθρώπου η επιθυμία τής δόξας, αμέσως εξαφανίζεται η πίστη.
Νά, αδελφέ μου, σέ τί γκρεμούς μπορεί νά σέ οδηγήσει η υπερηφάνεια: Πρώτα γεμίζει τήν ψυχή σου μέ ακαθαρσίες καί πάθη. Στή συνέχεια, από τά πάθη θά προέλθουν αμφιβολίες γιά τήν πίστη, καί μάλιστα σέ θεμελιώδη δόγματα, έτσι πού θά φτάσεις νά νομίζεις ότι ο παράδεισος καί η κόλαση είναι παραμύθια. Αυτό θά τό καταλάβεις καλύτερα, άν σκεφτείς τή μάχη πού γίνεται ανάμεσα στήν υπερηφάνεια καί στή θεία Χάρη. Γιατί εμείς από μόνοι μας, δέν έχουμε τή δύναμη νά γεννήσουμε μέσα μας ούτε ένα καλό λογισμό, πού νά μάς δυναμώσει ο Θεός μέ τή χάρη Του, γιά νά γεννηθεί στό νού μας ο καλός αυτός λογισμός.
Γι αυτό είπε ο Κύριος, «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν»5, καί ο Απόστολος Παύλος, «ο Θεός εστιν ο ενεργών εν υμίν καί τό θέλειν καί τό ενεργείν υπέρ τής ευδοκίας»6. Ώστε ο Θεός αρχίζει καί τελειώνει κάθε καλό. Ο άνθρωπος όχι μόνο δέν μπορεί νά τό τελειώσει, μά ούτε καί νά τ αρχίσει, άν δέν βοηθήσει η θεία Χάρη. Εμείς, άν θέλουμε νά σωθούμε, πρέπει ν αγαπάμε τό Θεό καί τήν αρετή μ όλη μας τή δύναμη.
Μήν ξεχνάς, αδελφέ μου, ότι η υπερηφάνεια όχι μόνο εμποδίζει τά θεία χαρίσματα νά μπούν στήν ψυχή, αλλά κι αφού μπούν, τά διώχνει έξω. Εκείνος πού ήταν πρίν πλούσιος μπροστά στό Θεό γιά τά πολλά καλά του έργα καί γιά τίς αρετές του, άν ανοίξει τήν καρδιά του στήν υπερηφάνεια, αμέσως γίνεται ταλαίπωρος, όπως έπαθε ο Φαρισαίος, πού αναφέρει τό Ευαγγέλιο.
Καί τήν παθαίνει ο υπερήφανος σάν τό περιστέρι, πού κάθεται στόν ήλιο καί χαίρεται τήν καθαρότητά του καί τήν ποικιλία τών φτερών του, καί ξαφνικά έρχεται από πάνω του τό γεράκι καί τό αρπάζει. Εκείνος πού καυχιέται γιά τίς αρετές του, αρπάζεται ξαφνικά από τό νοητό γεράκι, τό διάβολο. Γι αυτό η σωτηρία τού ανθρώπου είναι συνάμα καί εύκολη καί δύσκολη. Γιατί τή μιά στιγμή ο άνθρωπος ανεβαίνει στόν παράδεισο μέ τήν ταπείνωση, καί τήν άλλη κατεβαίνει στήν κόλαση μέ τήν υπερηφάνεια.
Γι αυτό, αδελφέ μου, «μή υπερηφανεύου τή καρδία σου»7. Αυτή η καταραμένη κακία γεννάει όλα τά κακά τού κόσμου, «διότι εν τή υπερηφανία απώλεια καί ακαταστασία πολλή»(ό.π.). Λοιπόν, ταπεινώσου, καί μή φοβάσαι πώς θά πέσεις ποτέ. Γιατί όποιος θέλει νά μή γκρεμιστεί, δέν έχει παρά νά καθήσει καταγής! Τό είπε ένας σοφός: «Ο καθήμενος επί γής, ουκ έχει πού καταπεσείν».
Φόβο νά γκρεμιστεί έχει μόνο εκείνος πού θέλει νά κάθεται στά ψηλά: «Ός υψηλόν ποιεί τόν εαυτού οίκον, ζητεί συντριβήν»8.
Πηγή: ieramonopatia.gr