«Τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ» θεωρεῖται ἀπό τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἡ Θεοτόκος, κατέχοντας τήν κορυφαία θέση μεταξύ τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Στίς Ἀκολουθίες μνημονεύεται συνήθως ὡς «ὑπεραγία, ἄχραντος, ὑπερευλογημένη, ἔνδοξος Δέσποινα Θεοτόκος καί ἀειπάρθενος Μαρία».
Ἀποτελεῖ τό ὕψιστο καί ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς συνέργειας τοῦ θεϊκοῦ σχεδίου καί τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ «νέα Εὔα».
Μέ τήν ὑπακοή της στό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐξισορρόπησε τήν παρακοή τῆς πρώτης Εὔας.
Κόρη τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας, ὁδηγήθηκε ἀπό τήν τρυφερή της ἡλικία στόν Ναό («εἰσόδια τῆς Θεοτόκου»).
Κατά τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἀργότερα, μνηστεύεται μέ τόν δίκαιο Ἰωσήφ, δέχεται τό χαρμόσυνο μήνυμα ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ ὅτι θά γίνει ἡ κατά σάρκα Μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ («Εὐαγγελισμός») καί «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», ἐνῶ εἶχε μεταβεῖ στή Βηθλεέμ γιά νά ἀπογραφεῖ σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τοῦ καίσαρος Αὐγούστου, «ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» (Ματθ. 1, 25).
Ἀκολούθησε ἡ προσκύνηση τῶν ποιμένων καί τῶν μάγων, ἡ φυγή στήν Αἴγυπτο, προκειμένου να αποφύγουν τήν ὀργή καί ἀπειλή τοῦ Ἡρώδη, ἡ σφαγή τῶν νηπίων, ἡ ἐπιστροφή καί ἡ ἐγκατάστασή τους στή Ναζαρέτ.
Ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκάς ἐξιστορεῖ τό περιστατικό τοῦ δωδεκαετοῦς Ἰησοῦ στόν Ναό τοῦ Σολομῶντος καί τήν «αὔξησή» του, μέ φανερά τά σημάδια τῆς σοφίας καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 2, 40).
Ὅταν ὁ Χριστός ἄρχισε τή δημόσια δράση του, ἡ Μητέρα του Μαρία ἐμφανίζεται νά μήν κατανοεῖ πάντοτε τήν ἀποστολή καί τόν πνευματικό ἐνθουσιασμό του (Μάρκ. 3, 20-21, Ἰω. 7, 1-6). Ἀρκετές φορές παρουσιάζεται νά τόν ἀκολουθεῖ (γάμος στήν Κανᾶ, κάθοδος τοῦ Κυρίου στήν Καπερναούμ, σταύρωση), ἐνῶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἀναλήψεως κάνει λόγο γιά τήν παρουσία τῆς Θεοτόκου στό γεγονός αὐτό καί ὁ Λουκάς μαρτυρεῖ (Πράξ. 1, 14) ὅτι κι ἐκείνη «προσκαρτεροῦσε» μέ τούς λοιπούς Μαθητές, στό ὑπερῶο, ὅταν συνέβη ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Κατά τή ρητή παραγγελία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τόν Ἰωάννη («ἰδού ἡ μήτηρ σου») ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἔμεινε στήν Ἰερουσαλήμ μέ τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, μέχρι τήν ἡμέρα τῆς τελευτῆς, σύμφωνα μέ τήν καλούμενη ἱεροσολυμιτική παράδοση, ἐνῶ κατά τόν 6ο αἰώνα ἀναφερόταν καί ὁ τάφος της στή Γεθσημανῆ, ὅπου τιμοῦσαν καί τήν Κοίμησή της, ἑορτή πού καθιερώθηκε τόν 5ο αἰώνα, γενικεύθηκε δέ ἐπί αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602).
Κατά τούς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ, πολλοί πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ἀλλά καί οἰκουμενικές ἤ τοπικές σύνοδοι, διατύπωσαν τήν περί τῆς Θεοτόκου πίστη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἀποκρυσταλλώθηκε ἡ διδασκαλία γιά τό Πρόσωπό της:
Εἶναι ἡ πρό, κατά καί μετά τόκον Παρθένος («ἀειπάρθενος»), ἡ Θεοτόκος (μητέρα τοῦ Θεοῦ), ἄξια τιμῆς καί σεβασμοῦ, μεσίτρια τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Κύριο, καταφυγή τῶν πονεμένων, παρηγοριά τῶν χριστιανῶν…
Γι᾿ αὐτό καί τιμᾶται δεόντως καί ἀνεγείρονται στό ὄνομά της ναοί καί μοναστήρια, ἡ δέ εἰκόνα της στολίζει ὅλους τούς ἱερούς χώρους καί τά σπίτια των χριστιανών!
Γράφει ο Ευάγγελος Π. Λέκκος
Θεολόγος, Νομικός, τ. δ/ντής της Αποστολικής Διακονίας
Πηγή: romfea.gr