Όταν ο Όσιος Σάββας ήταν υποτακτικός στο Μοναστήρι του Οσίου Ευθυμίου, νέος, πολύ νέος στην ηλικία, του είχαν αναθέσει το διακόνημα να ετοιμάζη το ψωμί των αδελφών.
Κάποια ημέρα έβρεχε πολύ και ένας μοναχός εβράχη και θέλησε να στεγνώση τα ρούχα του. Αφού, λοιπόν, έβγαλε τα βρεγμένα ιμάτιά του, τα έβαλε μέσα στο μεγάλο φούρνο για να στεγνώσουν πιο σύντομα. Ο Σάββας δεν είδε, ότι μέσα στο φούρνο ήταν τα ρούχα και άναψε φωτιά για να ψήση το ψωμί.
Εν τω μεταξύ ήλθε και ο άλλος μοναχός για να πάρη τα ρούχα του, αλλά σαν είδε το φούρνο αναμμένο, λυπήθηκε πολύ μέχρι δακρύων γιατί δεν είχε άλλα ρούχα και κείνα που φορούσε ήταν δανεικά.
Βλέποντας ο νεαρός Σάββας την λύπη του αδελφού, δεν έχασε καιρό. Μπήκε στη φωτιά για να μαζέψη τα ρούχα. Καί τι θαύμα, αδελφοί μου. Ούτε τα ρούχα του είχαν καεί, ούτε ο αγιώτατος Σάββας έπαθε κάτι. Δεν τον πείραξαν οι φλόγες, όχι μόνο για την πολλή του πίστη και ευσέβεια αλλά και για την πολλή του αγάπη για τον αδελφό του.
Από το βίο του Aγίου Σάββα του ηγιασμένου