Στο ιστορικό της μονής της Παναγίας Προυσιώτισσας αναφέρεται ότι επί τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλές φορές. Η τελευταία όμως καταστροφή, που μετέβαλε τα κτίρια σε σωρούς ερειπίων, έγινε το 1944 μ.Χ. από τους Γερμανούς.
Μετά την καταστροφή των κτισμάτων, ένας αξιωματικός θέλησε να κάψει και την εκκλησία της Παναγίας Προυσιώτισσας. Προσπάθησε πολλές φορές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ενώ λοιπόν στεκόταν άπ’ έξω κι έδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικά από το χέρι της Παναγίας. Μια αόρατη δύναμη τον έριξε με ορμή πάνω στο πλακόστρωτο.
Το χτύπημα ήταν δυνατό, και ο γερμανός ανίκανος να σηκωθεί. Τον σήκωσαν οι στρατιώτες και τον έβαλαν πάνω σε ζώο για να τον μεταφέρουν στο Αγρίνιο. Έτσι ο ναός παρέμεινε αβλαβής, όπως διαφυλάχθηκε ακέραιος δια μέσου των αιώνων.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο εμφύλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στην ελληνική ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της Ευρυτανίας και ορεινής Ναυπακτίας εγκαταλείπουν τα χωριά τους και προσφεύγουν για ασφάλεια σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Μαζί τους προσφεύγει και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Ακολουθεί κι αυτή την τύχη των παιδιών της και μεταφέρεται από τους μοναχούς του Προύσου στη ακρόπολη της Ναυπάκτου. Το μοναστήρι παραμένει τελείως έρημο.
Ύστερα από καιρό αρχίζουν οι επιχειρήσεις του στρατού. Η ενάτη μεραρχία αναλαμβάνει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Ευρυτανία. Μερικά τμήματα περνούν από τον Προυσό. Ορισμένοι αξιωματικοί και στρατιώτες πλησιάζουν στη σκοτεινή εκκλησούλα της σπηλιάς και μπαίνουν για να προσκυνήσουν.
Εκεί μέσα αντικρίζουν ένα παράδοξο θέαμα: Μπροστά το τέμπλο, στ’ αριστερά της ωραίας πύλης, να αναμμένο καντήλι και μια καλόγρια γονατιστή. Οι στρατιώτες απορούν.
Πως ζει αυτή η μοναχή εδώ,τι στιγμή που η Ευρυτανία είναι τελείως έρημη από κατοίκους; Πως συντηρείται, τι τρώει, που βρίσκει λάδι για το καντήλι; Την ερωτούν λοιπόν, κι εκείνη σεμνά και πονεμένα τους απαντά: «Παιδιά μου, ζω εδώ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια.
Για τη δική μου ζωή δεν χρειάζονται φαγητό και ψωμί. Μου αρκεί ότι έχω το καντήλι μου αναμμένο». Οι στρατιώτες, κουρασμένοι από τις επιχειρήσεις και βιαστικοί να φύγουν, δεν έδωσαν προσοχή στα λόγια της.
Την επομένη όμως, όταν τα έφεραν πάλι στη μνήμη τους, κατάλαβαν πως επρόκειτο νια κάτι θαυμαστό. Κι όταν αργότερα περνούσαν από τη Ναύπακτο, ζήτησαν με επιμονή άδεια από τον διοικητή τους για να επισκεφθούν τον μητροπολίτη.
Ο επίσκοπος Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορος τους υποδέχθηκε με αγάπη, κι αφού τους άκουσε συγκινημένος, έριξε φως στο μυστήριο.
«Ο ναός, τους είπε, που επισκεφθήκατε, ανήκει στην έρημη τώρα ιερά μονή Προυσιώτισσας, της οποίας η θαυματουργή εικόνα βρίσκεται πάνω από δύο χρόνια εδώ, στο παρεκκλήσι της μητροπόλεως μας, στον άγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε να την προσκυνήσετε, και θα καταλάβετε».
Πήγαν πράγματι και προσκύνησαν. Τότε αυθόρμητα στον καθένα δόθηκε η εξήγηση στην απορία του: Στην εικόνα της Θεομήτορος αναγνώρισαν τη μοναχή εκείνη που συνάντησαν στο εκκλησάκι της σπηλιάς, ψηλά στον Προυσό!
Απειράριθμα θαύματα διηγούνται πολλοί των κατοίκων.
Ο συνταξιούχος δάσκαλος Λάμπρος Μούτσος, ο οποίος υπηρετούσε άλλοτε στο χωριό Ντέμη, διηγείται: «Το 1918 η σύζυγός μου Σπυριδούλα είχε προσβληθεί από βαρύτατη μορφή γρίπης.
Οι φίλτατοί μου γιατροί Σελιμάς και Σακκάς με είχαν διαβεβαιώσει ότι η σύζυγός μου ευρίσκεται στις τελευταίες στιγμές της ζωής της.
Εκείνο το πρωΐ είχε φθάσει στο σπίτι μου και ο αδελφός της συζύγου μου Νικ. Πανουκλιάς, από το Μεσολόγγι, για να δει για τελευταία φορά την αδελφή του. Όλοι στο σπίτι μου συζητούσαμε τα της κηδείας.
Μετά από λίγες ώρες περνούσε έξω από το σπίτι μου η ιερή πομπή της Αγίας Εικόνας της Παναγίας της Προυσιώτισσας.
Η εκπνέουσα σύζυγός μου μας παρακάλεσε να την μεταφέρουμε στο παράθυρο, πράγμα το οποίο πράξαμε.
Η ασθενής μόλις αντίκρυσε την Εικόνα και προσευχήθηκε περιέπεσε σε νάρκη, αλλά μετά από μία ώρα παρατηρήσαμε κατάπληκτοι ότι το ανθρώπινο εκείνο ράκος άρχισε να κινείται, να ζωντανεύει και μετά από λίγες ημέρες να γίνεται εντελώς καλά.
Ήδη η σύζυγός μου ευρίσκεται εν ζωή και χαίρει άκρας υγείας, χάρη στο θαύμα της Παναγίας της Προυσιωτίσσης».
(Εφημερίδα Εκκλησιαστική Παρέμβασις).