Άγιος Εφραίμ ο Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργός.
~ Σε μια από τις περιγραφές όσων οραματίστηκε, η γερόντισσα αναφέρει: «Καθισμένη πάνω στα ερείπια του παλιού μοναστηριού, όπου η Θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματά μου, έφερνα τον στοχασμό μου σε χρόνια περασμένα, σε παλιούς καιρούς, όταν σκορπισμένα ήταν παντού τα κόκκαλα των αγίων μαρτύρων. Και, καθώς καταγινόμουν στο καθάρισμα των χαλασμάτων, αναλογιζόμουνα ότι βρισκόμουνα σε τόπο ιερό και έλεγα: “Θεέ μου, αξίωσέ με, την ανάξια, να ιδώ κι εγώ έναν από τους παλιούς πατέρες που εδώ έζησαν”».
Ήταν 3 Ιανουαρίου του 1950, όταν άκουσε μια φωνή να την προτρέπει: «Σκάψε και θα βρεις αυτό που επιθυμείς». Τότε εκείνη ζήτησε από έναν εργάτη να αρχίσει το σκάψιμο στη μέση του ναού. «Από το τζάκι, τις τρεις θυρίδες, τον μισογκρεμισμένο τοίχο, όλα αυτά μαρτυρούσαν πως ο τόπος εκείνος κάποτε υπήρξε κελί κάποιου μοναχού και έμειναν τα ερείπια αυτά για να μας πουν το δράμα που κάποτε συνέβη εκεί».
Η μοναχή διηγείται: «Καθαρίσαμε τον τόπο από τις πέτρες και άρχισε ο εργάτης εκείνος να σκάβει κάπως νευρικά, κάπως θυμωμένα και, επειδή φοβόμουνα να μη μου κάνει ζημιά, του είπα: “Μη βιάζεσαι, μην κουράζεσαι, κάνε πιο σιγά”. Αλλ’ επειδή δεν με άκουγε και έσκαβε με τον ίδιο ρυθμό, του είπα: “Μήπως είναι και κανείς θαμμένος και κάνεις ζημιά! Σε παρακαλώ, πρόσεχε”. Και τότε κατάλαβε και μου είπε: “Νομίζεις ότι θα είναι αλήθεια αυτό που έχεις στον νου σου;”». Φτάνοντας σε βάθος, βρέθηκε το κεφάλι του Αγίου Εφραίμ. Ευωδιές πλημμύρισαν ξαφνικά την ατμόσφαιρα. Η Μακαρία έσκυψε και έβγαλε το σκήνωμά του, το οποίο και τοποθέτησε στη συνέχεια σε μια θυρίδα πάνω από τον τάφο.
«Χαρακτηριστικό ότι επρόκειτο για κληρικό είναι το ότι, παίρνοντας το χώμα εις την θέσιν όπου ήσαν τα άγια του χέρια, είδα το στρίφωμα του μανικιού του ράσου, όπου δεν υπήρχε ούτε ή ελάχιστη σκόνη, ολοκάθαρο, χονδροϋφασμένο από αργαλειό του παλαιού καιρού, το πάχος της κλωστής ήταν πάνω από χιλιοστό. Και προχωρώντας κάτω εις τα πόδια και πάλι, να, το στρίφωμα του ράσου του, όπως και εις τα χέρια του, ολοκάθαρο και τα πέλματα του είχαν αποτυπωθεί στο χώμα. Δεν ήξευρα τι πρώτα να κάνω, να χαρώ ή να τον κλάψω, πώς βρέθηκε εκεί θαμμένος ο του Θεού άνθρωπος; Τι να είχε συμβεί; Τι να είδαν τα μάτια του; Έλεγα, κάποιο δράμα θα συνέβη. Και, προσπαθώντας να καθαρίσω τα οστά από τη λάσπη των δακτύλων του, εθρυμματίζονταν, διότι η βροχή είχε ποτίσει μέχρι κάτω το βάθος του τάφου του, γι’ αυτό και τα τοποθέτησα, όπως ήταν, στη θυρίδα που ήταν πάνω από τον τάφο του».
Η Μακαρία γονάτισε με ευλάβεια και ασπάστηκε το σκήνωμά του. «Αισθάνθηκα βαθιά την έκταση του μαρτυρίου του. Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απέκτησα μεγάλο θησαυρό και, παίρνοντας το χώμα με προσοχή, έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός του, που, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν είχε αλλοιωθεί» .
Ένα βράδυ είδε μπροστά της τον άγιο. Ψηλός, με μακριά μαύρα μαλλιά και γένια, κρατούσε στο ένα του χέρι μια φλόγα και με το άλλο ευλογούσε.«Μέχρι πότε θα με αφήσεις εκεί πέρα; Και ποιος μου έβαλε το κεφάλι έτσι;». Εκείνη του απάντησε: «Συγχώρησέ με. Μόλις ξημερώσει, με το καλό, θα τα φροντίσω όλα». Με το πρώτο φως της ημέρας πήρε και καθάρισε τα οστά από το χώμα και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα στο ιερό της εκκλησίας. Ο άγιος λέγεται ότι εμφανίστηκε τη νύχτα στο όνειρό της, κρατώντας μια εικόνα του και ένα μανουάλι. Η μοναχή πλησίασε και άναψε μια λαμπάδα: «Σε ευχαριστώ πολύ. Το όνομά μου είναι Εφραίμ», της είπε.
«Πέρασε αρκετός καιρός. Από τότε, είχα μέσα μου μια απορία για αυτό το περιστατικό. Μια άλλη μέρα, αφού τελείωσα τον Εσπερινό, καθώς έκλεινα την πόρτα της Εκκλησίας, ακούω τρία γλυκόηχα κτυπήματα σαν κομπολόι κεχριμπαρένιο. Κατάλαβα. Ήταν ο Άγιος. Γυρίζοντας, μπήκα στο ιερό, άναψα ένα κεράκι και προσκύνησα τα άγια λείψανα. Ευωδία άρρητη πλημμύρισε ολόκληρο το είναι μου. Αισθάνθηκα εντός μου τον Παράδεισο, μα και την ταπεινότητά μου, μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο».
Η ηγουμένη αφιέρωσε τη ζωή της στο Μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Έως το 1980, χωρίς οικονομικούς πόρους, συντηρούσε στη μονή και ορφανοτροφείο με περισσότερα από 70 παιδιά.
Πηγή: nea-news.gr, ikivotos.gr