Άνοιξον τους οφθαλμούς μου, Δέσποινα, τους ψυχικούς, ίνα βλέψω και κατίδω τους εχθρούς τους νοητούς, Βάθος των ανομιών μου και πταισμάτων τας σειράς, πράξεις δε μου τας ατόπους, πράξεις μου τας ρυπαράς, Γύμνωσιν, ήνπερ υπέστην, γύμνωσιν την της ψυχής, και φροντίσω ενδυθήναι μέσω θείας προσευχής.
Δος μοι μετανοίας τρίβον, άγουσαν εις ουρανούς, και Φωτός του θείου λάμψιν, που καθαίρεται ο νους.
Έλεος αιτώ, Παρθένε, έλεος του σου Υιού και μεσίτην σε προβάλλω, ίνα τύχω του σκοπού. Ζέσιν θείας μετανοίας και δακρύων τας πηγάς δώρησαι καμοί, Παρθένε, ίνα πλύνω τας πληγάς.
Ήμαρτον εγώ ο τάλας, και κατέστην μισητός, εβδελύχθη με ο κόσμος, μ’ εγκατέλιπε ο Θεός. Θρήνος των αγγέλων πέλω και δαιμόνων η χαρά, με προσμένουσι κολάσεις και θανάτου τα δεινά. θέλω να μετανοήσω, και ν’ αγωνισθώ ξανά.
Ίλαθι, Παρθένε Κόρη, μίαν χάριν σου ζητώ, δια να με δυναμώσης, μήπως πάλιν και ψευστώ. Κόλασιν την αιωνίαν τρέμω, του ασβέστου του πυρός, και τα βάσανα του άδου και την στέρησιν Φωτός.
Λήθαργος της ακηδίας μ’ έχει σφίξει ασφυκτικώς, δεν μ’ αφίνει να ξυπνήσω και να προχωρήσω εμπρός. Μάνα και προστάτις πέλεις πάντων των χριστιανών, και το στήριγμα παρθένων, μα προ πάντων μοναχών.
Νίκην κατά των εχθρών μου, των εχθρών των νοητών, εξαιτούμαι σε, Παρθένε, και αγάπην ‘ς τον Θεόν. Ξένος εγενόμην κόσμου, για την μέλλουσαν χαράν, και φοβούμαι αντί ταύτης, μήπως πέσω ‘ς την αράν.
Όλην μου η ξενιτεία, ύπουλη κι απατηλή και προς δόξαν των ανθρώπων, και εμέ δεν ωφελεί. Παύσον όλους τους πολέμους και προ πάντων τους αισχρούς, ένδυσόν με τους χιτώνας της αγνείας τους λαμπρούς. ‘Ρέπω προς την αμαρτίαν, μα την αρετήν ποθώ, θέλω να ‘βρω ένα τρόπον, να μπορέσω να σωθώ. Σύντριψον κάθε παγίδα, που μου στήνει ο εχθρός, δεν μπορώ να προχωρήσω, εμποδίζει με αυτός.
Τήρησόν μου την καρδίαν καθαράν και φωτεινήν, ίνα όψωμαι την Δόξαν, Δόξαν λέγω Θεϊκήν. Ύμνον σοι προσφέρω, Κόρη, και παράκλησιν ομού, θέλω να με οδηγήσης εις τον δρόμον του Θεού. Φλόγα έρωτος, Παρθένε, έρωτος του σου Υιού, δώρησαί μοι, για να νοιώσω την αγάπην του Θεού. Χάρισαί μοι πένθος,
Κόρη, πένθος το χαροποιόν, να εκπλύνω μου τον ρύπον, ρύπον των ανομιών. Ψάλλω και βοώ απαύστως τ’ όνομα του Ιησού, άμα των αγίων πάντων και ονόματος του Σου. Ω! Πανύμνητε Παρθένε, θέλω να σε αγαπώ, ως την ώραν του θανάτου, και κοντά Σου να σταθώ! Αμήν.