2 Δεκεμβρίου: Προφήτης Αββακούμ…
Ο Αββακούμ, που το όνομά του σημαίνει«θερμός εναγκαλισμός», ήταν από τη φυλή του Συμεών και γιος του Σαφάτ και ο χρόνος που έδρασε τίθεται μεταξύ 650 και 672 π.Χ.
Στο προφητικό του βιβλίο, που διακρίνεται για την αξιόλογη λογοτεχνική του χάρη, ελέγχει τον ιουδαϊκό λαό, επειδή παρεξέκλινε από την αληθινή θρησκεία στην ειδωλολατρία. Να τι συγκεκριμένα αναφέρει, σχετικά με το πως πρέπει κανείς να πιστεύει στο Θεό: «Ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται. Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ Κυρίῳ ἀγαλλιάσομαι, χαρίσομαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι μου». ( Αββακούμ, β’ 4, γ’ 18). Που σημαίνει, αν κανείς λιποψυχήσει και αδημονήσει στις διάφορες δοκιμασίες, ας μάθει, λέει ο Κύριος, ότι δεν επαναπαύεται η ψυχή μου σ’ αυτόν. Ο δίκαιος που πιστεύει σ’ εμένα και τηρεί το Νόμο μου, θα σωθεί και θα ζήσει. Εγώ όμως, λέει ο Προφήτης, θα αγάλλομαι ελπίζοντας στον Κύριο. Θα γεμίσει χαρά η καρδιά μου για το σωτήρα μου Θεό.
Ο προφήτης Αββακούμ πέθανε ειρηνικά και τάφηκε στον τόπο των πατέρων του.
Τάττει Θεὸς σοι τοὺς πόδας τεθνηκότι,
Εἰς συντέλειαν Ἀββακούμ, καθὼς ἔφης.
Δευτερίῃ Ἀββακοὺμ ἀνεβήσατο εἰς Θεοῦ ἄστυ.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Τοῦ Προφήτου σου Ἀββακοὺμ τὴν μνὴμην, Κύριε ἑορτάζοντες, δι᾽ αὐτοῦ σε δυσωποῦμεν· Σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος προέγραψας τὴν Θεοτόκον ἁγνήν, ἐξ ἧς ἡμῖν ἐλάμψεν ὁ τῶν ἁπάντων Θεός, σαρκὸς ὁμοιώματι. Ὅθεν σὲ ὡς προφήτην θεηγόρον τιμῶντες, χάριτος οὐρανίου μετασχεῖν δυσωποῦμεν, πρεσβείαις σου θεοδέκτοις, Ἀββακοὺμ ἔνδοξε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἵππους ἑώρακας τοὺς ἱεροὺς Μαθητάς, θαλάσσας ταράσσοντας, τῆς ἀγνωσίας σαφῶς, καὶ πλάνην βυθίζοντας, δόγμασιν εὐσεβείας, Ἀββακοὺμ θεηγόρε· ὅθεν σε ὡς Προφήτην, ἀληθῆ εὐφημοῦμεν, αἰτούμενοι τοῦ πρεσβεύειν ἐλεηθῆναι ἡμᾶς.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς ἔστης μάκαρ, καὶ κατενόησας Θεοῦ παρουσίαν, προφητικοῖς ἐν ὄμμασι θεόπνευστε· ὅθεν καὶ ἐβόησας, Ἀββακοὺμ μετὰ φόβου, Κύριε ἀκήκοα, τὴν φρικτὴν ἔλευσίν σου, καὶ ἀνυμνῶ σε σάρκα χοϊκήν, ἐκ τῆς Παρθένου, φορέσαι θελήσαντα.