Στην πόλη Μαγνησία της Μικράς Ασίας ήταν ένας Τούρκος πλούσιος ο οποίος αρρώστησε βαριά και έμεινε σε όλη την αριστερή του μεριά παράλυτος. Και παρ’ όλο που διέθεσε πολλά χρήματα στους γιατρούς αυτοί δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν καθόλου.
Ο πλούσιος Τούρκος είχε και μια δούλη Χριστιανή η οποία ονομαζόταν Μαρία και όταν είδε ότι οι γιατροί δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν και ξόδευε άσκοπα τα χρήματά του του είπε:
– Αφέντη μου, εγώ ξέρω έναν γιατρό, στον οποίον αν θελήσεις να πας, μπορείς να γίνεις καλά χωρίς καμιά αμφιβολία.
Ο κύριος της Μαρίας άκουσε τα λόγια της με μεγάλη προσοχή και την ρώτησε να μάθει πού βρίσκεται αυτός ο γιατρός.
Και αυτή του είπε:
– Βρίσκεται στην Χίο, και πρόκειται για μια Χριστιανή η οποία γιατρεύει κάθε είδους ασθένεια, και μάλιστα, χωρίς βότανα και έμπλαστρα, γι’ αυτό ας πάμε σ’ αυτήν για να σε κάνει καλά.
Πείστηκε ο αφέντης της Μαρίας από τους λόγους της και έτσι μαζί μ’ αυτήν και μερικούς άλλους στην συνοδεία του ταξίδεψε στην Χίο. Όταν έφτασαν εκεί, πήγε στον ναό της αγίας Ματρώνας της Χιοπολίτιδος υποβασταζόμενος από τους δούλους του.
Όταν έφτασε στην εκκλησία, ζήτησε να δει την γιατρό, γιατί νόμιζε εξ αρχής πως επρόκειτο για κάποια γυναίκα η οποία βρισκόταν στη ζωή. Και, τότε, η δούλη του του είπε:
– Αναπαύσου λίγο και σίγουρα θα έλθει η γυναίκα να σε θεραπεύσει.
Και όπως αναφέρει το συναξάρι της αγίας Ματρώνας, είναι δίκαιο να πούμε για την Μαρία, την δούλη του Τούρκου ασθενή, το ευαγγελικό: «Ω, γύναι μεγάλη σου η πίστις»!, διότι και μεγάλη και χωρίς κανέναν δισταγμό ήταν η πίστη της προς τον Θεό και η ευλάβεια της προς την αγία Ματρώνα.
Κι αυτό, γιατί δεν δίστασε και δεν φοβήθηκε να πάρει τέτοια απόφαση, δηλαδή, να προτείνει στον αφέντη της ένα τόσο μεγάλο ταξείδι διά ξηράς και διά θαλάσσης, χωρίς ποτέ να αναρωτηθεί, «και τι θα γίνει αν δεν γίνει καλά ο αφέντης μου»; Χωρίς να αναλογιστεί πως μπορούσε η αγία Ματρώνα να την αντιμετωπίσει, όπως την Χαναναίαν και να ακούσει, «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων, και βαλείν τοις κυναρίοις»!
Ποια θα ήταν λοιπόν η αντιμετώπισή της από τον τούρκο κύριό της, αν δεν θεραπευόταν από την αγία Ματρώνα;
Πράγματι, η Μαρία δεν δίστασε και δεν φοβήθηκε!
Με διαρκή προσευχή και με δάκρυα που δεν στέρεψαν στα μάτια της, δεν σταμάτησε να ικετεύει την αγία για τον κύριό της! Γι’ αυτό και με θάρρος και με μεγάλη πεποίθηση είπε στον αφέντη της που αναζητούσε την γιατρό:
– Αναπαύσου και θα γίνεις καλά.
Έτσι ο αφέντης της πήγε να ξεκουραστεί και με την καλή ελπίδα μέσα του ησύχαζε.
Και το πώς η αγία Ματρώνα οικονόμησε όλην αυτήν την κατάσταση έχει ως εξής:
Το ίδιο, κιόλας, βράδυ φάνηκε η αγία στον άρρωστο και του είπε:
– Για τα δάκρυα, τις προσευχές και την πίστη της συνονόματης μου Μαρίας, της δούλης σου, σε θεραπεύω. Σήκω και περπάτα στο όνομα του Κυρίου μου και πήγαινε υγιής στο σπίτι σου.
Αμέσως, ο Τούρκος ξύπνησε και αντιλήφθηκε πως ήταν πλέον υγιής και χωρίς κανένα ίχνος από την ασθένεια που έπασχε. Τον ελευθέρωσε, λοιπόν, η αγία από το πάθος του, ενώ ο ίδιος απελευθέρωσε την αγία από την σωματική δουλεία και η άγια επιμελήθηκε την ψυχική της σωτηρία.
Διότι ο αφέντης της αφιέρωσε πολλά πράγματα στον ναό της αγίας Ματρώνας, απελευθέρωσε την Μαρία και της εξασφάλισε τα αναγκαία για να ζήσει. Και αυτή ως «ευγνώμων και ευλαβής έμεινε υπηρετούσα τον ναό της Οσίας έως το τέλος της ζωής της και θεαρέστως ζήσασα ανεπαύθη εν Κυρίω».
Διασκευή από τον «Μεγάλο Συναξαριστή της Εκκλησίας», μήνα Οκτώβριος, τόμος 10ος.
Πηγή: pemptousia.gr