Ποιος ήταν ο βασιλιάς Αχαάβ
Ο Αχαάβ ήταν βασιλιάς του Ισραήλ, γιος και διάδοχος του Αμβρί (Γ’ Βασιλειών 16,28-29). Ο Αχαάβ βασίλευσε για 22 χρόνια, από το 873-852 π.Χ. περίπου, έχοντας ως πρωτεύουσα την Σαμάρεια (Γ’ Βασιλειών 16,29. 20,1. 21,1-2). Είχε όμως και ανάκτορο στην Ιεζράελ, πόλη της φυλής Μανασσή (Γ’ Βασιλειών 18,45. 20,1-2). Ήταν σύζυγος της Ιεζάβελ, κόρης του Ιθεβαάλ Α’ (Εθβαάλ) βασιλέως των Σιδωνίων. Γιος και διάδοχος του Αχαάβ ήταν ο Οχοζίας (Γ’ Βασιλειών 22,40. 22,52-53). Μετά το θάνατο του Οχοζία τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο αδερφός του και γιος του Αχαάβ Ιωράμ (Δ’ Βασιλειών 1,18α. 3,1). Επίσης αναφέρεται και ως εχθρός του Προφήτη Ηλία.
Η βασιλεία του Αχαάβ στον Ισραήλ
Ο Αχαάβ, όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Αμβρί, κατά το δεύτερο έτος της βασιλείας του Ιωσαφάτ στον Ιούδα, ανέβηκε στο θρόνο του βασιλείου του Ισραήλ (Γ’ Βασιλειών 16,28-29). Ο Αχαάβ έπραξε ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο, ξεπερνώντας στην ασέβεια όλους τους προκατόχους του. Και δεν του έφτανε αυτό, αλλά πήρε ακόμα για γυναίκα του την Ιεζάβελ, κόρη του Ιεθεβαάλ (Εθβαάλ), βασιλιά των Σιδωνίων, και λάτρεψε το Βάαλ και τον προσκύνησε. Έχτισε, μάλιστα, θυσιαστήριο στο Βάαλ, στον ομώνυμο ναό, που είχε χτίσει στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ κατασκεύασε επίσης σε κάποιο άλσος ειδωλολατρική λατρευτική στήλη και έκανε περισσότερες αμαρτίες απ’ όλους τους προκατόχους του, εξοργίζοντας έτσι τον Κύριο, το Θεό του Ισραήλ (Γ’ Βασιλειών 16,30-33).
Ο Αχαάβ είχε συνάψει ειρήνη με τον βασιλιά του Ιούδα, Ιωσαφάτ (Γ’ Βασιλειών 22,45) ο οποίος πήρε σύζυγο από τον οίκο του Αχαάβ (Β’ Παραλειπομένων 18,1). Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωσαφάτ το βασίλειο του Ιούδα υπερίσχυσε του βασιλείου του Ισραήλ (Β’ Παραλειπομένων 17,1). Την εποχή του Αχαάβ η Μωάβ ήταν υποτελής στο βασίλειο του Ισραήλ και ο βασιλιάς της πλήρωνε κάθε χρόνο στο βασιλιά του Ισραήλ ως φόρο υποτέλειας 100.000 αρνιά και 100.000 κριάρια (Δ’ Βασιλειών 3,4).
Ο Αχαάβ και ο προφήτης Ηλίας
Ο προφήτης Ηλίας, ως απεσταλμένος του Θεού, πήγε μια μέρα στο βασιλιά Αχαάβ και προφήτευσε ότι θ’ ακολουθήσουν τρία χρόνια ανομβρίας στη χώρα. Έπειτα για να γλιτώσει από την οργή του Αχαάβ, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πήγε και κρύφτηκε στο χείμαρρο Χορράθ, ανατολικά του Ιορδάνη (Γ’ Βασιλειών 17,1-3). Δεν υπήρξε χώρα που ο Αχαάβ να μην έστειλε να τον αναζητήσουν. Κι όταν του έλεγαν ότι δεν ήταν εκεί, αυτός παρέδιδε στη φωτιά τη χώρα εκείνη (Γ’ Βασιλειών 18,10).
Μετά από πολύ καιρό, το τρίτο έτος της ξηρασίας, ο Κύριος έδωσε εντολή στον Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ. Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Ηλίας να πάει στον Αχαάβ, ενώ η πείνα λόγω της ανομβρίας είχε επιδεινωθεί στη Σαμάρεια. Ο Αχαάβ εκείνες τις μέρες είχε καλέσει τον Αβδιού, τον αρχιοικονόμο του, ο οποίος σεβόταν πολύ τον Κύριο. Κι όταν η Ιεζάβελ είχε διατάξει να θανατώσουν τους προφήτες του Κυρίου, ο Αβδιού είχε πάρει εκατό προφήτες και τους είχε κρύψει από πενήντα σε δύο σπήλαια και τους προμήθευε ψωμί και νερό. Ο Αχαάβ, λοιπόν, είχε πει στον Αβδιού να πάνε σε όλες τις πηγές και στους χειμάρρους της χώρας, μήπως βρουν χορτάρι για να ταΐσουν τα άλογα και τα μουλάρια του παλατιού, πριν πεθάνουν μέσα στους στάβλους. Μοίρασαν, λοιπόν, τη χώρα ώστε να πάνε παντού. Ο Αχαάβ πήρε τον ένα δρόμο και ο Αβδιού πήρε τον άλλο δρόμο (Γ’ Βασιλειών 18,1-6).
Στο δρόμο του ο Αβδιού συνάντησε τον προφήτη Ηλία, ο οποίος του ζήτησε να πάει να πει στον κύριό του να τον συναντήσει. Τότε ο Αβδιού, ύστερα από την επιμονή του προφήτη πήγε και ειδοποίησε τον Αχαάβ και του έδωσε το μήνυμα του προφήτη (Γ’ Βασιλειών 18,7-16).
Πράγματι ο Αχαάβ πήγε να συναντήσει τον Ηλία. Μόλις τον είδε, του είπε: «Εσύ είσαι που αναστατώνεις τον ισραηλιτικό λαό;» Ο Ηλίας του απάντησε: «Δεν αναστατώνω εγώ τον λαό, αλλά εσύ και η οικογένεια του πατέρα σου, επειδή αρνηθήκατε να υπακούσετε τις εντολές του Κυρίου και λατρέψατε το Βάαλ. Τώρα, λοιπόν, στείλε και συγκέντρωσε όλους τους Ισραηλίτες, στο όρος Κάρμηλος, όπως επίσης και τους 450 ιερείς του Βάαλ καθώς και τους 400 ιερείς των δασών της Αστάρτης, τους προστατευόμενους της βασίλισσας Ιεζάβελ» (Γ’ Βασιλειών 18,17-19).
Ο Αχαάβ έστειλε μήνυμα σ’ όλους τους Ισραηλίτες και συγκέντρωσε όλους τους ψευδοπροφήτες στο όρος Κάρμηλος. Ο Ηλίας μίλησε στο λαό και τους είπε, ότι είναι ο μόνος προφήτης του Κυρίου που απόμεινε στο βόρειο βασίλειο, ενώ οι προφήτες (ιερείς) του Βάαλ είναι 450 και 400 οι προφήτες των δασών της Αστάρτης. Ύστερα ζήτησε να φέρουν δύο μοσχάρια, το ένα για τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης και το άλλο για τον ίδιο. Έπειτα να κομματιάσουν τα μοσχάρια και να τα βάλουν πάνω στα ξύλα, χωρίς όμως να βάλουν φωτιά. Το ίδιο θα κάνει κι εκείνος. Στο τέλος οι ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης θα επικαλεστούν το όνομα του θεού τους και ο ίδιος θα επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου. Όποιος θεός ακούσει την προσευχή και στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, αυτός θα είναι ο αληθινός θεός. Κι όλος ο λαός συμφώνησε μαζί του (Γ’ Βασιλειών 18,20-24).
Τότε ο Ηλίας είπε στους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης να διαλέξουν για τον εαυτό τους το ένα μοσχάρι και να επικαλεστούν το όνομα του θεού τους. Εκείνοι πήραν το μοσχάρι, το ετοίμασαν κι έπειτα προσευχήθηκαν στο Βάαλ να βάλει φωτιά στο θυσιαστήριο. Έτρεχαν και χοροπηδούσαν γύρω από το θυσιαστήριο παρακαλώντας το Βάαλ ν’ απαντήσει στις προσευχές τους. Αλλά ο Βάαλ ούτε τους άκουγε ούτε τους απαντούσε.
Είχε φτάσει μεσημέρι και ο Ηλίας άρχισε να τους ειρωνεύεται και να τους εμπαίζει να φωνάξουν πιο δυνατά, γιατί θεός θα ήταν απασχολημένος ή θα κοιμόταν. Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν πιο δυνατά και να κάνουν χαρακιές στο σώμα τους, όπως συνήθιζαν, με ξίφη και με λόγχες, ώσπου το αίμα άρχισε να τρέχει πάνω τους. Είχε φτάσει απόγευμα αλλά καμιά φωνή ή απάντηση δεν ερχόταν, ούτε κάποιο σημάδι ότι είχαν εισακουστεί (Γ’ Βασιλειών 18,25-29).
Τότε ο Ηλίας είπε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης ν’ απομακρυνθούν και ετοίμασε κι αυτός το μοσχάρι για το ολοκαύτωμα. Είπε τότε στο λαό να πλησιάσει. Πήρε τότε δώδεκα πέτρες, όσες ήταν οι φυλές του Ισραήλ, και ξανάχτισε το θυσιαστήριο του Κυρίου, που είχε καταστραφεί. Ήταν το θυσιαστήριο στο οποίο ο Κύριος είχε δώσει στον Ιακώβ τ’ όνομα Ισραήλ. Ύστερα έκανε γύρω από το θυσιαστήριο ένα μεγάλο αυλάκι που χωρούσε περίπου 25 κιλά νερό. Στοίβαξε τα ξύλα πάνω στο θυσιαστήριο, κομμάτιασε το μοσχάρι και το τοποθέτησε πάνω στα ξύλα. Ύστερα ζήτησε να φέρουν τέσσερις κάδους νερό και να τους χύσουν πάνω στα ξύλα. Αυτό το επανέλαβαν άλλες δύο φορές και το νερό έτρεξε γύρω από το θυσιαστήριο, και γέμισε το αυλάκι.
Τότε ο Ηλίας προσευχήθηκε με μεγάλη κραυγή στον ουρανό και ζήτησε από τον Κύριο ν’ ακούσει την προσευχή του και να στείλει φωτιά στο θυσιαστήριο, ώστε να μάθει ο λαός ότι αυτός είναι ο Κύριος, ο μόνος αληθινός θεός.
Τότε έπεσε φωτιά από τον ουρανό και έκαψε εντελώς το ολοκαύτωμα και τα ξύλα, κι έκαψε ακόμα τις πέτρες και το χώμα, καθώς και το νερό που υπήρχε στο αυλάκι. Όταν ο λαός είδε αυτό το θαυμαστό γεγονός, έπεσε στο έδαφος και προσκύνησε τον Κύριο. Τότε ο Ηλίας είπε στο λαό να συλλάβουν τους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης, και ύστερα τους πήγαν στο χείμαρρο Κισσών και τους έσφαξαν εκεί (Γ’ Βασιλειών 18,29-40).
Στη συνέχεια ο προφήτης Ηλίας ανήγγειλε στον Αχαάβ το τέλος της ξηρασίας. Του είπε να φάει και να πιει, γιατί ακούει κιόλας τον ήχο από τη βροχή που έρχεται. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην κορυφή του Κάρμηλου για να φάει και να πιεί. Έπειτα έσκυψε στη γη και προσευχήθηκε. Όταν τελείωσε είπε στον υπηρέτη του να πάει στον Αχαάβ και να του πει να κατέβει γρήγορα για να μην τον προλάβει η βροχή. Σε λίγη ώρα τα σύννεφα σκοτείνιασαν τον ουρανό και ξέσπασε μεγάλη βροχή. Ο Αχαάβ ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε για την Ιεζράελ. Ο Ηλίας έσφιξε το ρούχο του στη μέση και με τη δύναμη του Κυρίου, έτρεξε και προσπέρασε τον Αχαάβ φτάνοντας πρώτος στην Ιεζράελ (Γ’ Βασιλειών 18,41-46).
Ο Αχαάβ, όταν, έφτασε στην κατοικία του στην Ιεζράελ, διηγήθηκε στην Ιεζάβελ όλα όσα έκανε ο Ηλίας και πώς κατέσφαξε όλους τους προφήτες του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε εκείνη οργισμένη έστειλε αγγελιοφόρο στον Ηλία και τον απείλησε με θάνατο για όσα έκανε στους ιερείς του Βάαλ και της Αστάρτης. Τότε ο Ηλίας σηκώθηκε κι έφυγε για να γλιτώσει τη ζωή του. Πήγε και κρύφτηκε στο όρος Χωρήβ (Γ’ Βασιλειών 19,1-7).
Πηγή: orthodoxoiorizontes.gr