Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Εγκώμιον εις την πάνσεπτον Κοίμηση της Θεομήτορος, Β΄
6. Όμως ποιες έκανε τότε γι’ αυτήν τιμές, κείνος που όρισε να τιμάμε τους γεννήτορες;
Και πρώτα αυτούς που εσπάρησαν σ’ όλο το πρόσωπο της γης, για να ψαρεύουν με του Πνεύματος τις γλώσσες τις ποικίλες κι εναρμόνιες και με του λόγου τους το δίχτυ, τους ανθρώπους απ’ της πλάνης το βυθό, και να τους φέρνουν στο ουράνιο και πνευματικό του μυστικού δείπνου τραπέζι της ιερής χαράς για τους πνευματικούς τ’ ουράνιου νυμφίου γάμους, που ο Πατέρας για του Γιου τη χάρη του ομοούσιου κι ισοδύναμου λαμπρά και με βασιλικές τιμές γιορτάζει, σύννεφο, καθώς δίχτυ που στοιβιάζει και μαζεύει αϊτούς, από της γης τις άκριες στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με το θείο πρόσταγμα, τους φέρνει.
«Όπου είν’ το σώμα» είπεν η αλήθεια, ο Χριστός, εκεί κι οι αϊτοί θα μαζευτούνε. Και μ’ όλο που το είπε αυτό προφητικά, για τη μεγάλη, δεύτερη, δική του παρουσία, τη μεγαλοπρεπή, κι από τον ουρανό τον ερχομό του, κι εδώ ωστόσο άσχημα δεν πάει, το λόγο να ομορφήνουμε. Φτάσαν λοιπόν αυτοί, το Λόγο που είδανε και που τον υπηρέτησαν, για να φροντίσουν και τη μάνα του ως ώφειλαν, και πλούσιο και πολύτιμο μεράδι την ευλογία απ’ αυτήν ν’ αντλήσουνε.
Γιατί ποιος αμφιβάλλει, πως είναι αυτή της ευλογίας η πηγή, κι όλων των αγαθών το κεφαλάρι;
Κι ήταν μαζί τους οι οπαδοί τους κι οι διάδοχοι, να πάρουν μέρος στη φροντίδα και στην ευλογία. Γιατί όσοι μαζί κοπιάζουνε, ανάλογα και τον καρπό του κόπου τους κερδίζουν. Κι ήταν ακόμα εκεί όλη των εκλεκτών του Θεού η κοινότητα που κατοικούσαν στην Ιερουσαλήμ.
Αλλά κι από τους δίκαιους, παλιούς προφήτες, έπρεπε οι σπουδαιότεροι να δώσουν το παρόν, να πάρουν μέρος στην ιερή ακολουθία, όσοι δηλαδή προφητέψανε, πως θα γεννιόταν απ’ αυτήν για χάρη μας, και σάρκα θα φορούσε απ’ αγάπη στους ανθρώπους, ο Λόγος του Θεού.
Μα ούτε κι οι άγγελοι έπρεπε να λείπουν απ’ τη σύναξη. Γιατί όπως στη γνώμη στάθηκαν του βασιλιά υπάκουοι και να τον παραστέκουνε τιμητικά αξιώθηκαν, έτσι και τη μητέρα του την κατά σάρκα έπρεπε τιμητικά να συνοδεύουν, την τρισευδαίμονη κι αληθινά μακαριστή, που απ’ όλες τις γενιές κι όλη την κτίση είναι ψηλότερα.
Όλοι σ’ εκείνηνε σιμά σταθήκανε, που έλαμπε απ’ τη φωτιά του Πνεύματος και με λαμπρές μαρμαρυγές εφώτιζε, όσους με σεβασμό και φόβο και με πόθο σταθερό, το καθαρό του νου τους βλέμμα της απέθεταν.
Γιατί καμιά δεν είναι ύπαρξη που έτσι να μην έκανε ή το πολύ νάναι μία· γιατί κανείς όσο ψηλά κι αν στέκη τα προσφερόμενα δεν τα καταφρονεί· κι ούτε που γίνεται, μια και προς όλα συγκατέβη κι αυτόν που πράττει και την προσφορά να μη δεχτή.
7. Εδώ, λόγοι εμπνευσμένοι απ’ το Θεό, που ο Θεός τους λέει.
Εδώ κάποια ποιήματα που στο Θεό ταιριάζουνε φτιαγμένα για το ξόδι.
Γιατί να υμνήσουν έπρεπε μ’ αυτή την ευκαιρία, του Θεού την αγαθότητα, την πάνω κι από άπειρη και τη μεγαλωσύνη, που κάθε μέτρο ξεπερνά, τη δύναμη, που όλα αυτή τα δύναται, και τη δική του καταδεχτικότητα σε μας, που από κάθε ύψος και μέτρο πέρα βρίσκεται, και της ακατανόητης καλωσύνης του τον πλούτο τον υπέρπλουτο, και της αγάπης του το χάος το αγέμιστο·
πώς δίχως ν’ αποχωριστή το μεγαλείο του, κατέβηκε ως την κένωση όπου τον ύψωσε, καθώς μαζί μ’ αυτόν το θέλησε ο Πατέρας και το Πνεύμα·
πώς ο υπερούσιος ουσία γίνεται από κοιλιά γυναίκας με τρόπο υπερούσιο·
πώς είναι και θεός, κι άνθρωπος έγινε, και μένει, και συνάμα υπάρχει και τα δυο·
πώς ούτε την ουσίαν αφήκε της θεότητας, και «όμοια, κοινή» με μας «έλαβε σάρκα κι αίμα»·
πώς, ο που τα σύμπαντα πληροί κι υπάρχει πάνω απ’ όλα και συγκρατεί τους κόσμους με το λόγο των χειλιών του, κατοίκησε τόπο στενό·
πώς το φθαρτό και χορταρένιο σώμα εκείνης της πανένδοξης γυναίκας, δέχτηκε τη θεοτική φωτιά την καταλύτρα, και σαν χρυσάφι καθαρό ακατάλυτον εδείχτη.
Με του Θεού τη θέληση γένηκαν όλα τούτα· γιατί όλα είναι δυνατά, όταν ο Θεός το θέλη, κι αδύνατο να γίνουνε εκείνος σα δε θέλη.
Πάνω σε τούτα, βάλθηκαν οι λόγοι να φιλονικούν και ν’ αναμετριούνται, όχι πως πιο ψηλά θα φτάσουνε ο ένας απ’ τον άλλο -αυτό θα ταίριαζε σ’ ένα μυαλό ματαιόδοξο και μακριά πολύ από ό,τι το Θεό ευχαριστεί- μα πώς λειψοί να μην φανούν σε δύναμη και ζήλο, και στου Θεού την ύμνηση και στης μητέρας του Θεού το σέβας.
8. Τότε λοιπόν, τότε ο Αδάμ κι η Εύα, του γένους οι προπάτορες, με χείλη οπού ’σταζαν χαρά φωνάζανε και λέγαν· κόρη μακαριστή, εσύ μας ελευθέρωσες απ’ της απείθειας την ποινή.
Σώμα φθαρτό εμείς για σε κληρονομιάν αφήσαμε, και συ για μας μες στην κοιλιά σου ετοίμασες της αφθαρσίας το ρούχο.
Την ύπαρξη εσύ πήρες απ’ τη σάρκα μας κι αντίδωρο ευδαιμονία μας χάρισες· τις λύπες τις κατάργησες, τα σάβανα έσκισες που μας τυλίγαν του θανάτου· την πρώτη κατοικία για μας την εξανάφτιαξες.
Εμείς κλείσαμε τον παράδεισο, εσύ το δρόμο προς το δέντρο της ζωής πλατύ μας άνοιξες.
Αιτία εμείς που απ’ τα καλά προκύψανε τα θλιβερά, χάρη σε σε απ’ τα θλιβερά μας ήρθαν τα καλύτερα.
Και πώς εσύ η αμόλευτη το θάνατο να τον γευτείς;
Γιοφύρι εσύ προς τη ζωή, κι ο θάνατος σου θα γενή σκάλα που πάει στους ουρανούς, μικρό καράβι που περνάει προς την αθανασία.
Αληθινά μακαριστή εσύ ’σαι τρισμακάριστη. Γιατί ποιος θα προσφέρονταν, ο Λόγος αν δεν ήτανε, να πάθη αυτό που ανάλαβε να πράξη;
Κι η σύναξη των προφητών εσυμφωνούσεν όλη.
Εσύ τις προφητείες μας έκανες ν’ αληθέψουν.
Εσύ την που προσμέναμε μας έφερες χαρά.
Γιατί λευτερωθήκαμε απ’ του θανάτου τα δεσμά για χάρην εδική σου.
Έλα κοντά μας, θησαυρέ θεϊκέ, ζωή που φέρνεις, έλα σε μας τους διψασμένους, συ που προσκόμισες του πόθου μας το πλήρωμα.
Αλλά κι απ’ τη μεριά την άλλη πλήθος άγιοι, τραβούσανε την προσοχή με λόγους αρκετούς καθώς σωματικά γυροστεκόντανε.
Μείνε μαζί μας, η παρηγοριά μας, λέγανε, μοναδικό στη γη κουράγιο μας· μη μας αφήσεις ορφανούς, μητέρα, που για του Γιου σου την αγάπη κινδυνεύουμε.
Άσε να σ’ έχουμε στους κόπους μας ανάπαυλα και στους ιδρώτες μας δροσιά.
Εσύ, κι αν θες να μείνης το μπορείς, κι αν βιάζεσαι να φύγης εμπόδιο δε θα βρης.
Αν εσύ φύγης, του Θεού η κατοικία, και μεις μακάρι αντάμα σου να φύγουμε, που για το Γιο σου εμείς λαός σου είμαστε.
Μονάχα εσύ μας έμεινες να σ’ έχουμε πάνω στη γη παρηγοριά.
Ευτυχισμένοι θάμαστε αν ζης ζώντας μαζί σου, κι αν πεθάνης πεθαίνοντας.
Μα τι θα πει αν πεθάνης; Αφού για σε κι ο θάνατος ζωή, και πιο καλή ζωή, κι απ’ την ζωήν ετούτην ασύγκριτα υπέρτερη· αλλά για μας τι ζωή θάναι τούτη να τη ζούμε, όταν εσέ μαζί μας δε θα σ’ έχουμε;
Απόσπασμα από το βιβλίο Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, η «Θεοτόκος» («Τέσσερις Θεομητορικές ομιλίες»), των Εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας. Κείμενο, εισαγωγή, σχόλια, Ιερομόναχος Αθανάσιος Γιέβτιτς. (Αργότερα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Βελιγραδίου και Μητροπολίτης Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης). Τον λόγο μετέφρασε η Καίτη Χιωτέλη.
Πηγή: pemptousia.gr