«Ερευνάτε τας γραφάς, …εκείναι εισίν αι μαρτυρούσαι περί εμού… Εάν πιστεύατε στον Μωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα. Περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ιω. 5, 39· 46).
Χωρίς περιστροφές ο Χριστός ξεκαθαρίζει μια για πάντα ότι οι Γραφές έχουν ως αντικείμενο το πρόσωπό του. Και όταν ο Χριστός ομιλεί για Γραφές, εννοεί την Παλαιά Διαθήκη, εφόσον μόνο αυτή υπήρχε τότε. Ο Μωυσής λοιπόν και οι λοιποί προφήτες δείχνουν σταθερά και αταλάντευτα προς μια και μόνο κατεύθυνση, προς ένα και μοναδικό πρόσωπο, προς τον προσδοκώμενο Μεσσία, τον ευλογημένο ερχόμενο «εν ονόματι Κυρίου». Στις τελευταίες υποθήκες του προς τους Ισραηλίτες ο Μωυσής προσανατολίζει το βλέμμα τους προς το πρόσωπο του θείου αυτού απεσταλμένου, επισημαίνοντας: «Προφήτην εκ των αδελφών σου ως εμέ αναδείξει σοι Κύριος ο Θεός σου, αυτού ακούσεσθε» (Δευτ. 18,15).
Την πίστη αυτή και προσδοκία του Ισραήλ εκφράζει, επικροτεί και επισφραγίζει η Καινή Διαθήκη.
Επικυρώνει έτσι πανηγυρικά τον προεισαγωγικό χαρακτήρα της Παλαιάς Διαθήκης. Ότι δηλαδή είναι αυτή που αποκαλύπτει σταδιακά το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου (Θεία Οικονομία), οδηγώντας και παιδαγωγώντας τους ανθρώπους στο να αποδεχθούν τον Χριστό. «Γνωρίζω, λέγει η Σαμαρείτιδα Φωτεινή στον Χριστό, ότι “Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έλθη Εκείνος”, θα μας ειπεί τα πάντα. Της λέγει ο Χριστός: “Εγώ ειμι”(ο Μεσσίας), που μιλάω τώρα μαζί σου» (Ιω. 4, 25-26).
Η Παλαιά Διαθήκη δηλαδή είχε αποβεί για τη Σαμαρείτιδα«παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3, 24). Και ο Χριστός ταυτίζει τον εαυτό του με τον Μεσσία που προαναγγέλλεται στην Παλαιά Διαθήκη. Όλοι οι ιεροί συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, αλλά και ο ίδιος ο Χριστός, επιβεβαιώνουν ρητά, ότι στο πρόσωπό του εκπληρώνονται «πάντα τα γεγραμμένα εν τω νόμω Μωυσέως και Προφήταις και Ψαλμοίς περί αυτού» (Λουκ. 24, 44). Γι’ αυτό η κάθε ενέργεια του Χριστού επισφραγίζεται με φράσεις, όπως: «Ούτω γέγραπται», «ίνα η γραφή πληρωθή», «ούτως έδειπαθείν τον Χριστόν και αναστήναι εκ νεκρών τη τρίτη ημέρα», «τότε επληρώθη το ρηθέν υπό των προφητών», κ. λ. π. Και αποτρέπει ο Χριστός οποιονδήποτε επιχειρεί να τον εκτρέψει από τον σκοπό του, ακόμα και τον κορυφαίο απόστολό του Πέτρο, ονομάζοντάς τον «σατανά», με το απλό επιχείρημα: «Πώς ουνπληρωθώσιν αι γραφαί;» (Ματθ. 26, 54).
Ο Χριστός είναι που ενεργεί το σχέδιο της Θείας Οικονομίας.
Αυτός ο ίδιος αυτοπροσώπως δρα διαχρονικά στην Ιερά Ιστορία. Όσα προανήγγειλε ως άσαρκος Λόγος του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη, τα εκπληρώνει ως ένσαρκος Λόγος (Θεάνθρωπος) στην Καινή Διαθήκη. Η αμετακίνητη θέση της Αγίας Γραφής, η ατράνταχτη πίστη της Εκκλησίας είναι, ότι «ο πάλαι τω Μωσεί συλλαλήσας επί του όρους Σινά διά συμβόλων», λέγοντας «εγώ ειμι ο Ων», είναι ο ίδιος που ανέλαβε κατόπιν επάνω του «την ανθρωπίνην ουσίαν» (=σαρκώθηκε) και διά του Σταυρού και της Αναστάσεως εργάσθηκε τη σωτηρία του ανθρώπου (Απόστιχα της Μεταμορφώσεως).
«Δαυϊτικήν προφητείαν εκπληρών Χριστός», αποκαλύπτει στους μαθητές του το αληθινό μεγαλείο του, δείχνοντας τον εαυτό του «δοξαζόμενον αεί, συν Πατρί τε και Πνεύματι αγίω, πρότερον μεν άσαρκονως Λόγον, ύστερον δε δι’ ημάς σεσαρκωμένον, και νεκρωθέντα ως άνθρωπον, και αναστάντα κατ’ εξουσίαν ως φιλάνθρωπον»(Παρακλητική, Ήχος βαρύς, Σαββάτω εσπέρας).Επί του ξύλου του Σταυρού δηλαδή οι Εβραίοι θανάτωσαν τον δικό τους νομοθέτη, «τον κριτήν τον αθάνατον, τον νόμον χαράξαντα εν ερήμω πάλαι Μωσεί τω θεόπτη, …την ζωήν την των απάντων», αυτόν που είναι ο «μόνος Κύριος και Δεσπότης της κτίσεως»(Παρακλητική, Ήχος δ΄, Πέμπτη εσπέρας).
Παρομοίως και οι ύμνοι της εορτής της Υπαπαντής εμφανίζουν «βρέφος γενόμενον, νόμω υποταττόμενον», τον ίδιο τον Νομοδότη Κύριο, «ον υπό τον γνόφον Μωσής νομοθετούντα προεώρα εν Σινά». Με ιδιαίτερη έμφαση τονίζουν, ότι το βρέφος που αναδέχεται ο γηραιός Συμεών «εν αγκάλαις», δεν είναι ένα βρέφος απλό, αλλά ο θείος Νομοθέτης του Ισραήλ, ο υπό των προφητών αναγγελλόμενος Μεσσίας. «Ούτος εστίν ο δια νόμου λαλήσας, …ον ο Δαυίδ καταγγέλλει, ο εν προφήταις λαλήσας, ο σαρκωθείς δι’ ημάς και σώσας τον άνθρωπον».
Ο Θεός που κηρύττεται στην Παλαιά Διαθήκη, ο Κύριος, ο Ων (ο Γιαχβέτων Εβραίων), είναι ο μετά ταύτα φανερούμενος Τριαδικός Θεός της Καινής Διαθήκης και ιδιαιτέρως ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ο Ιησούς Χριστός. Αυτό προείδαν«άνωθεν οι προφήται», αυτό δίδαξαν οι απόστολοι, αυτό παρέλαβε η Εκκλησία. «Αύτη η πίστις των Ορθοδόξων».
Αυτό αποδέχεται και ο Χριστός για τον εαυτό του, όταν διασφαλίζει το κύρος της Παλαιάς Διαθήκης και διακηρύττει με τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείες, ότι δεν έχει σκοπό να καταργήσει «τον νόμον ή τους προφήτας», αλλά μόνο να προσθέσει ό,τι λείπει.
Όταν λέγει «ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις…, εγώ δε λέγω υμίν…» (Ματθ. 5, 21-22 εξ.), δεν ομιλεί αντιθετικά προς την Παλαιά Διαθήκη, αλλά συμπληρωματικά. Αυτός που είχε δώσει τότε το γάλα, αυτός ο ίδιος προσθέτει τώρα και τη στερεά τροφή. Ο νόμος που ήταν το μέτρο για τις δυνατότητες του τότε ανθρώπου, του αρχαίου, του προ Χριστού κόσμου, παραμένει το θεμέλιο, πάνω στο οποίο χτίζει τώρα το υπόλοιπο οικοδόμημα, καλώντας μας στην τελειότητα, σε αυτό που ο προ Χριστού άνθρωπος αδυνατούσε να φτάσει. Δεν καταργεί, συμπληρώνει. Επιπλέον ο Χριστός επισημαίνει ότι η ισχύς του νόμου του, παλαιού και καινού, θα είναι αδιατάρακτη και ακλόνητη. «Έως αν παρέλθη ο ουρανός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου» (Ματθ. 5, 18).
Όταν λοιπόν ο ίδιος ο Χριστός περιβάλλει με την απόλυτη έγκρισή του την Παλαιά Διαθήκη και λέγει απερίφραστα ότι εκείνη ομιλεί και μαρτυρεί αποκλειστικά για το δικό του πρόσωπο, είναι τουλάχιστον θρασεία η ανθρώπινη λογική που αποτολμά να θέτει υπό αμφισβήτηση τα λεγόμενά του και να απορρίπτει την Παλαιά Διαθήκη ως, άσχετη με την αλήθεια, μυθολογία. Αλλά και όταν τυχόν ταυτίζει τον Θεό που καταγγέλλεται σ’ αυτήν με κάποιον θεό του κακού ή και με τον ίδιο τον σατανά, απορρίπτοντας έτσι ευθέως τον ίδιο τον Χριστό,η λογική αυτή γίνεται όχι απλώς θρασεία, αλλά και βλάσφημη.
Όποιος σκέφτεται έτσι βλασφημεί,ούτε λίγο ούτε πολύ, κατά του Αγίου Πνεύματος,και παραμένει ασυγχώρητος κατά τον λόγο του Κυρίου,εάν και εφόσον εμμένει πεισματικά και αμετανόητα μέχρι τέλους στη διαστροφή της αλήθειας, ονομάζοντας τον Θεό διάβολο, αποδίδοντας δηλαδή τα (ανερμήνευτα και ακατανόητα ίσως σε μας, πλην) θαυμαστά και υπέρλογα έργα του Υψίστου Θεού σε δαιμονικές ενέργειες (Μαρκ. 3, 29).
Ο Χριστός λοιπόν είναι ο αδιαμφισβήτητος εσωτερικός κρίκος των δύο Διαθηκών, το ενιαίο διαχρονικό περιεχόμενο της μιας Αγίας Γραφής.
«Τι είναι η Παλαιά Διαθήκη και για ποιον μιλάει;» π. Δημητρίου Μπόκου
Πηγή: vimaorthodoxias.gr