Κάποτε η Σοφία [η οσία Σοφία (Χοκοτουρίδου) της Κλεισούρας, από τον Πόντο] ασθένησε βαρειά. Διπλώθηκε στην μέση από τον πόνο.
Άνοιξε η κοιλιά της από την πάθηση -μάλλον σκωληκοειδίτιδα, που έσπασε ή κήλη ή κάποιο αναπνευστικό πρόβλημα- και αυτή η μακαρία στούπωνε στην πληγή πανιά και φυτίλια από τις κανδήλες.
Άρχισε να σαπίζει. Μύριζε, αλλά δεν δεχόταν καμία βοήθεια, ούτε περιποίηση.
– Θα ’ρθει η Παναγία να με πάρει τον πόνο. Μου το υποσχέθηκε. Έλεγε.
Σε λεωφορείο με ευλαβείς από την Αθήνα, όπως σώζεται σε μαγνητοταινία, διηγείται η ίδια το απίστευτο γεγονός·
– Ήρθε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον Άγιο Γεώργιο· ήταν και άλλοι άγιοι. Είπε ο αρχάγγελος·
– Θα σε κόψουμε τώρα.
Εγώ είπα:
– Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω και να με κόψεις.
– Δεν θα πεθάνεις, είπε, εγχείρηση θα σε κάνουμε· είπε και με άνοιξε.
Τα διηγούνταν αθώα και απλοϊκά, σαν να έγινε το πιο φυσικό πράγμα.
Και σήκωνε χωρίς καμία ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει την τομή που έκλεισε μόνη της.
Αμφιβολία στα λόγια της Σοφίας δεν χωρούσε καμία απολύτως.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου, Μια λαϊκή ασκήτρια», των εκδόσεων Μυγδονία.
Πηγή: vimaorthodoxias.gr