Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης: Εορτάζει στις 16 Αυγούστου εκάστου έτους.
Ἡσυχίαν φιλῶν, Ἰωσήφ, καὶ νῆψιν
εὐχὴν εἰργάσω ἐν Ἄθωνι ἀόκνως.
Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής γεννήθηκε το έτος 1898 μ.Χ. (κατά άλλους στις 12 Φεβρουαρίου 1897 μ.Χ.) στο χωριό Λεύκες της Πάρου. Η Πάρος είναι ένα μικρό και ήρεμο νησί των Κυκλάδων. Οι γονείς του ήταν φτωχοί και αναγκάζονταν να εργάζονται πολύ για να συντηρήσουν την οικογένειά τους. Ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος και πέθανε πολύ νωρίς. Η μητέρα του Μαρία ανέλαβε την προστασία όλης της οικογενείας. Η μητέρα του ήταν ευλογημένη ψυχή και είχε απλότητα και ακεραιότητα χαρακτήρος και πήγαινε πολύ συχνά στην Εκκλησία για να λειτουργηθεί, αλλά και για να περιποιηθεί τον Ιερό ναό.
Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής σε νεαρή ηλικία.
Όταν ο μικρός Φραγκίσκος – αυτό ήταν το κοσμικό όνομα του Οσίου Ιωσήφ – έφυγε για να γίνει μοναχός η μητέρα του είπε στους συγγενείς της:
«Το γνώριζα πως θα γίνει μοναχός από την γέννησή του. Όταν γέννησα τον Φραγκίσκο μου και ήμουνα ακόμη στο κρεββάτι με το μωρό δίπλα φασκιωμένο, είδα να ανοίγει η στέγη του σπιτιού και ένας φτερωτός και πολύ ωραίος νέος, που μόλις μπορούσα να τον αντικρύσω από την πολλή λάμψη του, κατέβηκε και στάθηκε πλάι στο μωρό μου και άρχισε να το ξεσκεπάζει με σκοπό να το πάρει. Όταν εγώ διαμαρτυρήθηκα λέγοντας, “Τί κάνεις καλέ; θα μου πάρεις το μωρό μου;” Εκείνος επέμενε ότι για τον σκοπό αυτό ήρθε και αυτή είναι η απόφαση. Και για να με βεβαίωση, μάλιστα μου έδειξε σε ένα σημειωματάριο γραμμένη μια εντολή, ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάρει το μικρό. Όταν αντιστάθηκα, ο Άγγελος μου έδωσε ένα πολύτιμο κόσμημα σε σχήμα σταυρού και μου πήρε το μωρό. Από τότε πίστευα, έλεγε η μητέρα του Μαρία, ότι κάποτε ο Φραγκίσκος θα ακολουθούσε τον Χριστό».
Ο Όσιος ως την εφηβική του ηλικία παρέμεινε στο χωριό του και βοηθούσε την μητέρα του στις διάφορες εργασίες του σπιτιού. Μετά έφυγε για τον Πειραιά, όπου εργαζότανε ως μικροέμπορος. Στην ηλικία των εικοσιτριών ετών κέντρο της εργασίας του ήταν η Αθήνα. Ήταν πολύ δραστήριος, αλλά απέφευγε την πονηρία και την αδικία.
Τότε άρχισε να μελετά πατερικά βιβλία. Μεγάλο ενθουσιασμό προκαλούσαν σε αυτόν οι βίοι των μεγάλων ασκητών. Την απόφασίν του για τον μοναχισμό την πήρε ύστερα από το ακόλουθο όραμα:
«Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι περνούσα έξω από τα ανάκτορα και αμέσως με πήραν δυο αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς και με ανέβασαν στο παλάτι. Δεν κατάλαβα τον λόγο και για τούτο διαμαρτυρήθηκα. Τότε μού αποκρίθηκαν με καλοσύνη να μη φοβούμαι, αλλά να ανέβω, γιατί είναι θέλημα του Βασιλέως. Ανεβήκαμε σε ένα πολύ υπέροχο ανάκτορο, ανώτερο από κάθε επίγειο, μου φόρεσαν μια ολόλευκη και πολύτιμη στολή και μού είπαν· “από εδώ και εμπρός θα υπηρετείς εδώ”. Και μετά με πήγαν να προσκυνήσω τον Βασιλέα.
Ξύπνησα αμέσως και αυτά που είδα και άκουσα χαράχθηκαν τόσο πολύ μέσα μου, ώστε δεν μπορούσα να κάνω ή να σκεφθώ τίποτε άλλο. Σταμάτησα τις εργασίες μου και έμεινα σκεπτικός. Άκουγα ζωντανά μέσα μου να επαναλαμβάνεται διαρκώς εκείνη η εντολή “από τώρα και εμπρός θα υπηρετείς εδώ”. Όλη μου η κατάσταση εσωτερικά και εξωτερικά άλλαξε» (Γέροντος Ἰωσὴφ Βατοπαιδινοῦ, Ὁ Γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Ἥσυχαστης, σελ. 39).
Έτσι πήρε την απόφαση και έφυγε για το Άγιον Όρος. Ο πρώτος σταθμός ήταν τα Κατουνάκια. Εκεί ζούσε τότε ο αείμνηστος Γέροντας Δανιήλ, ο ιδρυτής της αδελφότητος των Δανιηλαίων. Από τον Γέροντα Δανιήλ, ο οποίος ήταν ευλαβής και συνετός άνθρωπος, έλαβε μεγάλη βοήθεια. Δεν έμεινε όμως μαζί του, διότι αγαπούσε την αυστηρότερη ησυχαστική ζωή.
Σε μια πανηγύρι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην κορυφή του Άθωνα, γνώρισε τον Γέροντα Αρσένιο. Έκτοτε ο π. Αρσένιος έγινε ο μόνιμος συνασκητής του και δεν χώρισαν ποτέ πλέον.
Υποτάχθηκαν στον Γέροντα Εφραίμ που είχε την καλύβη του Ευαγγελισμού στα Κατουνάκια. Έπειτα μαζί με τον Γέροντά τους Εφραίμ έφυγαν για την Σκήτη του Αγίου Βασιλείου για περισσότερη άσκηση.
Μετά την κοίμηση του Γέροντος Εφραίμ άρχισαν τους μεγάλους ασκητικούς αγώνας. Η άσκηση τους ήταν η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή. Κυριότερο όμως έργο αποτελούσε γι’ αυτούς η νήψη και ο εγκλεισμός του νοός στην καρδιά.
Το έτος 1938 μ.Χ. μαζί με τον π. Αρσένιο μετακόμισαν στις απόκρημνες σπηλιές της Μικράς Αγίας Άννης. Σε ένα από τα σπήλαια αυτά υπήρχε και Εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου. Διαμόρφωσαν εκεί τον χώρο, έκτισαν και μερικά κελλιά και παρέμειναν στο σπήλαιο αυτό έως και το έτος 1947 μ.Χ.
Σε αυτό το ταπεινό σπήλαιο του Τιμίου Προδρόμου ασκήθηκαν και ετοιμάσθηκαν τα πνευματικά του παιδιά και έγιναν έπειτα ηγούμενοι σε άλλα μοναστήρια. Στον Όσιο Ιωσήφ οφείλεται η πνευματική αναγέννηση και επάνδρωση έξι Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και πολλών άλλων γυναικείων αδελφοτήτων στον Ελλαδικό χώρο.
Από το ταπεινό αυτό σπήλαιο ξεκίνησε και ο Γέροντας Εφραίμ και ίδρυσε στον Καναδά και την Αμερική ιερούς Παρθενώνες, πνευματικά φυτώρια απ’ όπου μεταφυτεύεται και εξαπλώνεται το Ορθόδοξο Πνεύμα, το φως του Χριστού στον απόδημο Ελληνισμό, αλλά και στα πέρατα του κόσμου.
Η αρετή έχει κόπο για να την απόκτηση κανείς. Αλλά όταν την απόκτηση και την ευωδία της δεν μπορεί να συγκρατήσει. Το Ορθόδοξο ασκητικό Πνεύμα μπορεί να αναμορφώσει τον κόσμο και να ανάπλαση τον άνθρωπο που σήμερα έχασε τον δρόμο του, τον προορισμό του και υποφέρει πολύ.
Το έτος 1951 μ.Χ. μεταφέρθηκε στην Νέα Σκήτη, στην καλύβα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, όπου παρέμεινε έως την κοίμησίν του που συνέβη την 15ην Αυγούστου του έτους 1959 μ.Χ., εορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Τα περί της κοιμήσεώς του τα περιγράφει πολύ γλαφυρά ο Γέροντάς Εφραίμ στο βιβλίο «Προθύμως Ἀνάβαινε», το οποίον είναι έκδοση της Ιεράς Μονής Φιλοθέου:
«Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγίαν μας εἶναι ἀνωτέρα πάσης περιγραφῆς. Μόνον ποὺ ἀνέφερε τὸ ὄνομά της τὰ μάτια του ἔτρεχαν. Τὴν παρακαλοῦσε ἀπὸ καιρόν, νὰ τὸν πάρη, νὰ ξεκουρασθῆ. Καὶ τὸν εἰσήκουσεν ἡ Παντάνασσα. Τὸν ἐπληροφόρησε ἕνα μήνα πρὶν διὰ τὴν ἀναχώρησίν του. Μὲ ἐκάλεσε τότε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ ὑπέδειξε τί νὰ ἑτοιμάσωμε. Ἐπεριμέναμε.
Τὴν παραμονὴν τῆς κοιμήσεώς του -14 Αὐγούστου 1959- ἐπέρασε νὰ τὸν ἴδη ὁ κ. Σχοινᾶς ἀπὸ τὸν Βόλον· ἦσαν γνώριμοι πολύ.
– Τί κάμετε, τοῦ λέγει, πῶς ἔχει ἡ ὑγεία σας;
– Αὔριον, Σωτήρη, ἀναχωρῶ διὰ τὴν αἰώνιαν πατρίδα. Ὅταν ἀκούσῃς τὶς καμπάνες, νὰ ἐνθυμηθῆς τὸν λόγον μου.
Τὸ βράδυ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας ὁ Γέροντας συνέψαλλε ὅσον ἠδύνατο μὲ τοὺς πατέρας. Εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν τὴν ὥραν ποὺ ἐκοινώνησε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια εἶπε· «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου».
Ξημέρωσε 15η Αὐγούστου. Ὁ Γέροντας κάθεται στὴν μαρτυρική του πολυθρόνα στὴν αὐλὴ τοῦ ἡσυχαστηρίου μας. Περιμένει τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν. Εἶναι σίγουρος διὰ τὴν πληροφορίαν ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ Παναγία μας, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ὥραν νὰ περνᾶ καὶ τὸν ἥλιον νὰ ἀνεβαίνη τοῦ ἔρχεται κάτι ὡσὰν στενοχώρια, ὡσὰν ἀγωνία διὰ τὴν βραδύτητα.
Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψις τοῦ πονηροῦ. Μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέγει: «Παιδί μου, γιατί ἀργεῖ ὁ Θεὸς νὰ μὲ πάρη; Ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει καὶ ἐγὼ ἀκόμη εἶμαι ἐδῶ!». Βλέποντας ἐγὼ τὸν Γέροντά μου νὰ λυπῆται καὶ σχεδὸν νὰ ἀδημονῇ, τοῦ λέγω μὲ θάρρος: «Γέροντα μὴ στενοχωρῆστε, τώρα ἐμεῖς θὰ κάνωμε εὐχὴ» καὶ θὰ φύγετε».
Ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυά του. Οἱ πατέρες, ὁ καθένας τὸ κομποσχοίνι του καὶ ἔντονον τὴν εὐχήν. Δὲν ἐπέρασε ἕνα τέταρτο καὶ μοῦ λέγει: «Κάλεσε τοὺς πατέρες νὰ βάλουν μετάνοιαν, διότι φεύγω». Ἐβάλαμε τὴν τελευταίαν μετάνοιαν. Ἔπειτα ἀπὸ λίγο ἐσήκωσε τὰ μάτια του ὑψηλὰ καὶ ἔβλεπε ἐπιμόνως ἐπὶ δυὸ λεπτὰ περίπου. Κατόπιν γυρίζει καὶ πλήρης νηφαλιότητος καὶ ἀνεκφράστου ψυχικοῦ θάμβους μᾶς λέγει:
«Ὅλα ἐτελείωσαν, φεύγω, ἀναχωρῶ, εὐλογεῖτε!» Καὶ μὲ τὶς τελευταῖες λέξεις ἔγειρε τὸ κεφάλι του δεξιά, ἀνοιγόκλεισε δυὸ τρεῖς φορὲς ἤρεμα τὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, καὶ αὐτὸ ἦταν. Παρέδωκε τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας Ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἐπόθησε καὶ ἐδούλευσεν ἐκ νεότητος.
Θάνατος ὄντως ὁσιακός. Εἰς ἡμᾶς ἐσκόρπισε ἀναστάσιμον αἴσθησιν. Ἐμπροστά μας εἴχαμε νεκρὸν καὶ ἥρμοζε πένθος, ὅμως μέσα μας ἐζούσαμε ἀνάστασιν. Καὶ τοῦτο τὸ αἴσθημα δὲν ἔλειψε πλέον· μὲ αὐτὸ συνοδεύεται ἔκτοτε ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἀειμνήστου ἁγίου Γέροντος».
Ἡ διδασκαλία του περιέχεται εἰς ἑξηνταπέντε ἐπιστολάς, τὰς ὁποίας ἔχει ἐκδόσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Φιλοθέου. Εἰς αὐτὰς φαίνεται καθαρά, ὅτι εἶναι συνεχιστὴς καὶ ἐκφραστὴς ὅλης τῆς νηπτικῆς παραδόσεως.
Ὁ ἐμπειρικὸς τρόπος τῆς ζωῆς του ἔδειξε ἐφηρμοσμένην ὅλην τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Τὰ κύματα τῆς θείας χάριτος πλημμύριζαν τὴν ψυχήν του καὶ ὁ νοῦς του ἡρπάζετο εἰς θεωρίαν. Ἦτο κάτοχος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ ἄριστος διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὅλος ὁ βίος του εἶναι ἕνα πνευματικὸν συναξάρι ποὺ θυμίζει τοὺς παλαιοὺς ἀσκητὰς τῆς ἐρήμου. Τοὺς ἀγώνας του μὲ τὰ δαιμόνια οὔτε νὰ τοὺς ἀκούσῃ κανεὶς δὲν τολμᾶ σήμερα. Ἦταν ἀνδρεῖος πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ ἐβίαζε τὸν ἑαυτόν του εἰς ἀφάνταστον βαθμόν. Ἀπέκτησε πολλὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα ψυχῆς καὶ σώματος καὶ εἶχε ὡς παράδειγμα πάντα τὴν Παναγία μας. Ἔγραφε σὲ μία ἐπιστολή: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω πόσον ἀρέσκει ἡ Παναγία μας τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν καθαρότητα. Ἐπειδὴ Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἁγνὴ Παρθένος, δι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλους τοιούτους θέλει καὶ ἀγαπᾶ».
Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἰωσὴφ ἐπέρασε ὅλα τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς καθάρσεως, τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς τελειώσεως. Ἐγνώρισε ὅλα τὰ θεῖα χαρίσματα αὐτῶν τῶν καταστάσεων.
Ἔγινε ἔμπειρος πνευματικὸς ὁδηγός, διακριτικὸς καὶ ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς· δι᾿ αὐτὸ ἔγραφε: «ἀναγκάζομαι νὰ ἀνοίγω τοὺς αὔλακας εἰς τὸν κόσμον· καθότι ὑπάρχει ἐλπὶς νὰ δεχθοῦν τὸν λόγον ψυχαὶ καθαραὶ καὶ εἰς ἐμὲ νὰ γίνῃ ὠφέλεια ὁ μισθὸς τῆς ἀγάπης. Λοιπὸν ἀκούσατέ μου τοὺς λόγους, χαρίσατέ μου τὰς ἀκοάς…». Ἡ ζωή του καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι μιὰ ὀρθόδοξη ἐμπειρικὴ θεολογία.
Ἀπὸ πνευματικὴν ὑπακοὴν εἰς τὸν ἅγιον αὐτὸν Γέροντα, τὸν παπποῦν μας, ὀφείλομεν νὰ ἐκτελοῦμεν τὶς συμβουλές του, διὰ νὰ συνεχίζεται καὶ σήμερα ἡ νηπτικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοσις εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ νὰ εὐαρεστῆται καὶ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, τῆς ὁποίας τὸ περιβόλι ὡς ἀνάξιοι κατοικοῦμεν.
Νὰ ἔχωμεν τὴν εὐχὴν τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἰωσήφ.
Λειτουργικά κείμενα
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α ́. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τὴν ψυχὴν ἐκκαθάρας συντόνοις σκάμμασι, σκληραγωγίᾳ, νηστείᾳ, ἀδιαλείπτῳ εὐχῇ, ἀγρυπνίᾳ καὶ πεντάδος τῶν αἰσθήσεων θεοφρουρήτῳ φυλακῇ ἄρτι, μάκαρ Ἰωσήφ, ἀπῆλθες Χριστῷ συνεῖναι, Ὃν δυσωπεῖς ὑπὲρ πάντων, Ἡσυχαστά, νῦν εὐφημούντων σε.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α ́. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ἡσυχίαν φιλοῦντα, προσευχὴν ἀδιάλειπτον, σιωπήν, ἀμεριμνισίαν, νῆψιν καὶ κακοπάθειαν τιμήσωμενθεόπνουν Ἰωσήφ, ὡς Ἄθωνος νεόφωτον φανόν, καὶ ἀλείπτην μονοτρόπων πρὸς Φωτοδότου θέαν ἀνακράζοντες· Δόξα, τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα, τῷ σὲ στεφανώσαντι ,δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἡμῖν πρέσβυν ἀκοίμητον.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ ́. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Τὸν σπηλαιώτην Ἰωσὴφ ἐγκωμιάσωμεν, Ἡσυχαστὴν ὡς ἀφανῆ καὶ ταπεινόφρονα, ἐργασάμενον ἐν ὄρει εὐχὴν τοῦ Ἄθω νοερὰν ἀδιαλείπτως καὶ γενόμενον μονοτρόπων ὑφηγήτορα πρὸς θέωσιν πόθῳ ψάλλοντες· Χαίροις, Πάτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις, νήσου Πάρου σεπτὸς βλαστός, χαίροις, ὄρους Ἄθω ἐνδιαίτημα, Ἰωσήφ, χαίροις, ὑφηγῆτορ διαγωγῆς ἀμέμπτου, εὐχῆς ἀδιαλείπτου, μάκαρ, καὶ νήψεως.
Ὁ Οἶκος
Ἄγγελος ἐν τῷ Ἄθῳ,Ἰωσήφ, ἀνεδείχθης, σεπτὲ Ἡσυχαστά, φωτοφόρος, κατὰμέθεξιν ὁ θεωθείς, ταπεινοφροσύνης, προσευχῆς, νήψεως καὶ ἀκτησίας κόσμημα· διό σοι ἐν χορῷ βοῶμεν·
Χαῖρε, Λευκῶν τῶν ἐν Πάρῳ γόνος·
χαῖρε, ἠθῶν τῶν ἀμέμπτων φάρος.
Χαῖρε, δυσπροσίτου σπηλαίου ὁ ἔνοικος·
χαῖρε, νυχθημέρου ἀγῶνος ὁ πρόβολος.
Χαῖρε, εὖχος ταπεινώσεως ἄκρας καὶ ὑπακοῆς·
χαῖρε, στῦλος ἀδιάσειστος ἐν Χριστῷ καινῆς ζωῆς.
Χαῖρε, ἀδιαλείπτου προσευχῆς ὁ ἐργάτης·
χαῖρε, τοῦ Ζωοδότου συμπαθείας ἐπαίτης.
Χαῖρε, βαλβὶς ἐνθέου ἀσκήσεως·
χαῖρε, πυξὶς ἀζύγων θεώσεως.
Χαῖρε, Χριστὸν ἀρεταῖς ὁ εὐφράνας·
χαῖρε, ἐχθρὸν νοητὸν ὁ συντρίψας·
Χαίροις, Πάτερ ἰσάγγελε.
Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον Σου, Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α’ Στιχολογίαν,
Θεόφρον Ἰωσήφ, ἐραστὰ ἡσυχίας, εὐχῇ, ὑπακοῇ, ἀγρυπνίᾳ καὶ νήψει τὸν δόλιχον ἤνυσας τῆς ἐνθέου ἀσκήσεως καὶ κατήντησας εἰς οὐρανίους σκηνώσεις συναγάλλεσθαι τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ὁσίοις πατράσι τοῦ Ἄθωνος.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε.
Μετὰ τὴν β΄. Στιχολογίαν
Ἐκθύμως τιμῶμέν σε, θεοειδὲς Ἰωσήφ, τὸν καθαγιάσαντα δακρύων τοῖς ὀχετοῖς τὸ Ὄρος τὸ Ἅγιον, καὶ ἐποφθέντα ἄρτι στηλογράφημα θεῖον ἡσυχασμοῦ καὶ φάρον προσευχῆς ἀσιγήτου, πατέρων νηπτικῶν παμφαὲς ὄντως φρυκτώρημα.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Σκληραγωγούμενον καὶ ἡσυχάζοντα, νήφοντα μέλψωμεν θερμῶς εὐχόμενον καὶ θριαμβεύοντα ἐχθρὸν καμάτοις τοῖς νυχθημέροις, Ἰωσὴφ τὸ Ὅσιον, ἀσκητὴν ἐνθεώτατον ἄρτι ἁγιάσαντα ὄρος τὸ Ἁγιώνυμον ἐν ἄκρᾳ εὐλαβείᾳ βοῶντες· Χαῖρε, Πνευματοφόρε πάτερ.
Έτερον Κάθισμα
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Ἡσυχάζοντα, κακοπαθοῦντα, κοπιάζοντα καὶ ἀγρυπνοῦντα, σιωπῶντα καὶ εὐχὴν ἐργαζόμενον τοῦ Ἰησοῦ, Ἰωσὴφ εὐφημήσωμεν, τὸν Σπηλαιώτην, ὡς Χάριτος σκήνωμα καὶ ἰσάγγελον τῷ ὄντι βροτὸν καυγάζοντες· Ὁσίων, χαῖρε, Ἄθωνος ὡράϊσμα.
Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος α΄.
Εὐφραίνεσθε φιλοσίων οἱ δῆμοι καὶ πανηγυρίσατε Ἁγιορεῖται πάντες συνελθόντες σήμερον τιμῆσαι τὴν μνήμην Ἰωσήφ, τοῦ νεαυγοῦς τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρος, ἀστραπαῖς εὐχῆς ἀδιαλείπτου καὶ ἀγωγῆς ἰσαγγέλου φωτίσαντος τὰ σύμπαντα· οὗτος γὰρ ὡς ἄσαρκος πολιτευσάμενος καὶ εἰς ἀκρότητα καταντήσας ἀπαθείας καὶ νήψεως μετέστη πρὸς Ὃν ἠγάπησε Κύριον ἀσιγήτως πρεσβεύειν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος β΄.
Σεμνύνεται Πάρος, Ἰωσήφ, τοῖς σπαργάνοις σου καὶ μεγαλύνει Ἄθως τὴν ἐν αὐτῷ ἀσκητικήν σου πολιτείαν, Ἡσυχαστά, ὁ νυχθημερὸν νήφων καὶ εὐχόμενος· σὺν αὐτοῖς καὶ πάντες οἱ ζηλοῦντες τὰ σὰ κατορθώματα ὑμνοῦμεν τὴν πρὸς σεαυτὸν αὐστηρότητα καὶ τὴν πρὸς τοὺς προσιόντας σοι διδακτικότητα καὶ πατρότητα· καὶ νῦν τιμῶντες τὴν ἀεισέβαστον μνήμην σου τὰς θεοπειθεῖς λιτάς σου ἀπεκδεχόμεθα πρὸς ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος γ΄.
Κατουνακίων ἡ ἔρημος, Ἁγίου Βασιλείου ἡ δυσπρόσιτος Σκήτη, Μικρᾶς Ἁγίας Ἄννης τὸ σπήλαιον καὶ Νέας Σκήτεως ἡ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ Καλύβη ὁμολογοῦσι τὰ ἀσκητικά σου κατορθώματα, Ἰωσὴφ ἀξιάγαστε· σὺν αὐτοῖς καὶ ἡμεῖς μεγαλύνοντές σε ὡς καταπατητὴν νοητῶν λεόντων καὶ δρακόντων τὰς εὐχάς σου αἰτούμεθα πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Έτερον Ἰδιόμελον ἐκ τῆς Λιτῆς
Ἦχος δ΄.
Τὸν δι’ εὐχῆς καὶ σιωπῆς καὶ νήψεως φυλάξαντα νοὸς τὴν πεντάριθμον θυρίδα καὶ καθάραντα ἑαυτὸν πάσης χοϊκῆς συναφείας, Ἰωσήφ, τὸν ὁσιώτατον νηπτικὸν πατέρα, εὐφημήσωμεν ὡς ἀρετῆς καταγώγιον ἐν ἀγαλλιάσει λέγοντες· Ὁ μὴ εὐμοιρήσας λαβεῖν παιδείαν τὴν θύραθεν, ἀλλὰ ἐποφθεὶς Θεοῦ σοφίας δοχεῖον, σόφισον τοὺς ἀσόφους ἱκέτας σου πρὸς τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν ἀναζήτησιν.