18 Φεβρουαρίου: Όσιος Αγαπητός ο Ομολογητής και θαυματουργός Επίσκοπος Συναού…
Ο Όσιος Αγαπητός καταγόταν από την Καππαδοκία και γεννήθηκε από ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Έζησε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) και Μαξιμιανού (285 – 305 μ.Χ.). Σε νεαρή ηλικία αναχώρησε για μοναστήρι κοντά στη Σίναο και έγινε μοναχός. Αγαπήθηκε από τον Ηγούμενο, εξαιτίας της ενάρετης ζωής του και διδάχθηκε τα ιερά γράμματα. Έλαβε δε από τον Θεό και το χάρισμα των θαυμάτων. Με την προσευχή θανάτωσε δράκοντα μεγάλο, που φανερώθηκε κοντά στο μοναστήρι και αφάνιζε ανθρώπους και ζώα και ευεργετούσε τους προστρέχοντες σε αυτόν.
Αργότερα, επί αυτοκράτορα Λικινίου (308 – 323 μ.Χ.), ο Όσιος Αγαπητός προσελήφθη στο στράτευμα. Εκεί είδε να βασανίζονται για την πίστη τους στον Χριστό οι καλλίνικοι Μάρτυρες Βικτώριος, Δωρόθεος, Θεόδουλος, Αγρίππας και άλλοι πολλοί. Αμέσως θέλησε και αυτός να γίνει κοινωνός του μαρτυρίου τους. Και ενώ εκείνοι ετελειώθησαν εν Χριστώ διά του ξίφους, αυτός διαφυλάχθηκε σώος και αβλαβής, αν και τον κτύπησαν με ακόντιο, κατ’ οικονομία Θεού, για να οδηγήσει πολλούς στη σωτηρία.
Μετά την στρατιωτική θητεία και όταν πλέον αυτοκράτορας ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (324 – 337 μ.Χ.), ο Άγιος Αγαπητός επιδόθηκε στη μελέτη του ιερού Ευαγγελίου και ο Επίσκοπος της πόλεως Σινάου τον χειροτόνησε Πρεσβύτερο. Μετά την κοίμηση του Επισκόπου του και ύστερα από κοινή γνώμη κλήρου και λαού, εξελέγη Επίσκοπος.
Ο Όσιος Αγαπητός αφού αρχιεράτευσε θεοφιλώς, κοιμήθηκε με ειρήνη.
Ὂν ἠγάπησας, Ἀγαπητέ, Δεσπότην,
Οὗτος καλεῖ σε πρὸς τόπους, οὓς ἠγάπας.