25 Δεκεμβρίου: Μνήμη των ποιμένων, που είδαν τον Κύριο Ιησού Χριστό…
Ποίμνην ἀφέντες τὴν ἑαυτῶν Ποιμένες,
Ἰδεῖν καλὸν σπεύδουσι Χριστὸν ποιμένα.
Μαζί με την κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου μας, μνημονεύονται και οι Ποιμένες πού είδαν τον Κύριο Ιησού Χριστό (βλ. κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφάλαιο Β’ στίχοι 1 έως 20).
Οι απλοϊκοί ποιμένες που αξιώθηκαν να δουν τον Κύριο το Θεό τους, και αυτό συνέβη όταν μετά από εμφάνιση Αγγέλου ενημερώθηκαν πως γεννήθηκε ο Σωτήρας του Κόσμου, ο Χριστός μας.
Οι ποιμένες τότε γνώριζαν πως μια μέρα θα ερχόταν ο Μεσσίας τους, αλλά που να το περίμεναν εκείνη που βρίσκονταν εκείνο το βράδυ ότι θα ήταν μάρτυρες μιας τέτοιας μεγάλης χαράς.
Σήμερα, γιορτάζουμε την μνήμη εκείνον τον απλοϊκών βοσκών, που στάθηκαν τυχεροί να έχουν αυτή την μεγαλειώδη μαρτυρία που συζητάμε κάθε χρόνο τέτοια μέρα.
Το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον μας λέει γι’ αυτό το εξής:
Κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας συνέβη νὰ δοθῇ διαταγὴ ἐκ μέρους τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου νὰ γίνῃ ἀπογραφὴ ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Αὐτὴ ἡ ἀπογραφὴ ἦτο ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε, ὅταν ἡγεμὼν τῆς Συρίας ἦτο ὁ Κορήνιος.
Καὶ ὅλοι ἐπήγαιναν νὰ ἀπογραφοῦν, ὁ καθένας εἰς τὴν πόλιν του.
Ἀνέβηκε δὲ καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν, ἀπὸ τὴν πόλιν Ναζαρέτ, εἰς τὴν Ἰουδαίαν, εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαυΐδ ἡ ὁποία ὀνομάζεται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ κατήγετο ἀπὸ τὸν οἶκον καὶ τὸ γένος τοῦ Δαυΐδ,
διὰ νὰ ἀπογραφῇ μαζὶ μὲ τὴν Μαριάμ, τὴν γυναῖκα τὴν μνηστευμένην μὲ αὐτὸν, ἡ ὁποία ἦτο ἔγκυος.
Συνέβη ὅμως ὅταν ἦσαν ἐκεῖ, νὰ συμπληρωθοῦν αἱ ἡμέραι τοῦ τοκετοῦ της.
Καὶ ἐγέννησε τὸν υἱόν της τὸν πρωτότοκον καὶ τὸν ἐτύλιξε μὲ σπάργανα καὶ τὸν ἔβαλε νὰ πλαγιάσῃ μέσα εἰς τὴν φάτνην, διότι δὲν ὑπῆρχε τόπος εἰς τὸ πανδοχεῖον ὅπου εἶχαν καταλύσει.
Εἰς τὴν ἴδιαν περιοχὴν ὑπῆρχαν βοσκοὶ ποὺ ἔμεναν ἔξω εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐφύλαγαν βάρδια τὴν νύχτα διὰ τὸ ποίμνιόν τους.
Καὶ τοὺς παρουσιάσθηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ λάμψις θεϊκὴ ἔλαμψε γύρω τους καὶ τοὺς κατέλαβε μεγάλος φόβος.
Καὶ τοὺς εἶπε ὁ ἄγγελος, «Μὴ φοβᾶσθε· διότι σᾶς φέρω εὐχάριστα νέα ποὺ θὰ προξενήσουν μεγάλην χαρὰν εἰς ὅλον τὸν λαὸν:
ἐγεννήθηκε σήμερα εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαυΐδ γιὰ σᾶς Σωτήρ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Χριστὸς Κύριος.
Καὶ τοῦτο θὰ χρησιμεύσῃ σ’ ἐσᾶς γιὰ σημεῖον: Θὰ βρῆτε βρέφος τυλιγμένο εἰς τὰ σπάργανα μέσα σὲ φάτνην».
Καὶ ξαφνικὰ παρουσιάσθηκε μαζὶ μὲ τὸν ἄγγελον πλῆθος τῆς οὐρανίου στρατιᾶς ποὺ ἐδοξολογοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ἔλεγαν,
«Δόξα ἂς εἶναι εἰς τὸν Θεὸν ἐν τοῖς ὑψίστοις καὶ εἰς τὴν γῆν εἰρήνην· εὐαρέσκεια πρὸς τοὺς ἀνθρώπους».
Μόλις οἱ ἄγγελοι τοὺς ἄφησαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν οὐρανόν, οἱ βοσκοὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Ἂς πᾶμε λοιπὸν ἕως τὴν Βηθλεὲμ γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκανε γνωστὸν ὀ Κύριος».
Καὶ ἦλθαν τρέχοντες καὺ εὑρῆκαν τὴν Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσήφ, καὶ τὸ βρέφος νὰ εἶναι εἰς τὴν φάτνην.
Ὅταν τὸ εἶδαν, ἔκαναν γνωστὰ τὰ λόγια ποὺ τοὺς εἶχαν εἰπωθῆ σχετικῶς μὲ τὸ παιδὶ αὐτό.
Καὶ ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν, ἐθαύμασαν δι’ ὅσα τοὺς εἶπαν οἱ βοσκοί.
Ἡ δὲ Μαριὰμ τὰ ἐκρατοῦσε ὅλα εἰς τὸν νοῦν της καὶ τὰ ἐσκέπτετο.
Καὶ ἐπέστρεψαν οἱ βοσκοὶ καὶ ἐδόξαζαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Θεόν, δι’ ὅλα, ὅσα ἄκουσαν καὶ εἶδαν, ὅπως τοὺς εἶχε εἰπωθῆ.
Καὶ ὄταν συμπληρώθησαν αἱ ὀκτὼ ἡμέραι διὰ νὰ κάμουν τὴν περιτομὴν τοῦ παιδιοῦ, τοῦ ἐδόθηκε τὸ ὄνομά του Ἰησοῦς, ὄπως ὠνομάσθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελον πρὶν συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλιά.
Απόδοση στη Νεοελληνική: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 2.1 – 2.20
Αρχικό Κείμενο:
᾽Εγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθεν δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην.
αὕτη ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου.
καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἑαυτοῦ πόλιν.
᾽Ανέβη δὲ καὶ ᾽Ιωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲθ εἰς τὴν ᾽Ιουδαίαν εἰς πόλιν Δαυὶδ ἥτις καλεῖται Βηθλέεμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυίδ,
ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ ἐμνηστευμένῃ αὐτῷ, οὔσῃ ἐγκύῳ.
ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,
καὶ ἔτεκεν τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον· καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.
Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν.
καὶ ἄγγελος κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν.
καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος, Μὴ φοβεῖσθε, ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ,
ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτὴρ ὅς ἐστιν Χριστὸς κύριος ἐν πόλει Δαυίδ·
καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον, εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνῃ.
καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν θεὸν καὶ λεγόντων,
Δόξα ἐν ὑψίστοις θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.
Καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾽ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, οἱ ποιμένες ἐλάλουν πρὸς ἀλλήλους, Διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλέεμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονὸς ὃ ὁ κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.
καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν ᾽Ιωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ·
ἰδόντες δὲ ἐγνώρισαν περὶ τοῦ ῥήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου.
καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς·
ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.
καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.
Αρχικό Κείμενο: ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 2.1 – 2.20