Σ’ ένα γυναικείο μοναστήρι της Μακεδονίας ένα μεσημέρι είχαν Τράπεζα. Μετά την Τράπεζα η τραπεζάρισσα και η βοηθός άρχισαν να μαζεύουν τα πιάτα και περνώντας από ένα χώλ τα πήγαιναν στην κουζίνα.
Κάποια στιγμή στον ενδιάμεσο χώρο ακούσθηκε ένας μεγάλος θόρυβος, ένας δίσκος έπεσε κάτω και όλα τα πιάτα έγιναν κομμάτια πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο. Πήγε αμέσως η Γερόντισσα, που δεν είχε φύγει από την Τράπεζα, να δει τι συμβαίνει.
Και είδε μια αδελφή μόνη της σκυμμένη, να μαζεύει τα σπασμένα.
Σ’έντονο αυστηρό ύφος της είπε:
-Εσύ το έκανες αυτό;
-Ευλόγησον, απάντησε η αδελφή.
Και η Γερόντισσα της είπε:
– Αύριο Κυριακή δεν θα κοινωνήσεις και 500 στρωτές μετάνοιες.
-Να’ ναι ευλογημένο, απάντησε η αδελφή και συνέχισε να μαζεύη και να καθαρίζη το χώρο.
Την άλλη μέρα, την Κυριακή, η εν λόγω αδελφή από το “Ευλογημένη η βασιλεία…” μέχρι και το τέλος της Θείας Λειτουργίας παρέμεινε γονατιστή, ενώ δάκρυα πολλά έτρεχαν από τα μάτια της.
Όταν άρχισε η Θεία Κοινωνία, ακούμπησε το κεφάλι της στο έδαφος ποτίζοντας το με τα δάκρυά της.
Παρέμεινε σ’αυτή τη θέση μέχρι να τελειώσει η Θεία Λειτουργία. Φεύγοντας τελευταία η Γερόντισσα από την εκκλησία, πρόσεξε τη μοναχή που βρισκόταν ακόμη σ’ αυτή τη θέση, την πλησίασε και τη ρώτησε τι συμβαίνει.
Η μοναχή παρέμενε σιωπηλή και στην έντονη επιμονή της Γερόντισσας, πολύ διστακτικά και ντροπαλά της απάντησε ότι την ώρα που κοινωνούσαν οι αδελφές Σώμα και Αίμα Χριστού, σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της και μία μερίδα έφυγε από την Αγία Λαβίδα και εισήλθε στο στόμα της.
Τότε η Γερόντισσα τη ρώτησε:
-Ποια αδελφή ήταν στη σειρά να κοινωνήση, εκείνη τη στιγμή που συνέβη το γεγονός;
Έσκυψε το κεφάλι της και πολύ σιγανά και με πολύ δισταγμό είπε το όνομά της αδελφής.
-Τώρα, μπροστά στο θαύμα αυτό που συνέβη και στο Όνομα του Αγίου Θεού θα μου πεις τι συνέβη χθές, είπε η Γερόντισσα, θα μου πεις όλη την αλήθεια.
-Όταν έφευγα από την Τράπεζα με το δίσκο γεμάτο πιάτα και ενώ περνούσα απ’ τον ενδιάμεσο χώρο, ήρθε η συγκεκριμένη αδελφή και με τα δυό της χέρια μ’ έσπρωξε κι έπεσα κάτω, με αποτέλεσμα να προκληθεί η ζημιά που έγινε.
Αδερφοί μου την αλήθεια την αποκατέστησε ο Θεός υπερφυώς, αμείβοντας την αγία ταπείνωση της αδελφής και στερώντας τη Χάρη από την άλλη.
Στη συνέχεια η Γερόντισσα κάλεσε την άλλη αδελφή και τη ρώτησε:
-Πες μου, σε παρακαλώ, σήμερα τι κοινώνισες;
Κι εκείνη απάντησε:
-Τίποτα γερόντισσα, η Αγία Λαβίδα ήταν άδεια!…
(βιβλίο “ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ”