Την πρώτη (1η) Ιανουαρίου ήταν του αγίου Βασιλείου. Χθες πρώτη (1η) Φεβρουαρίου ήταν του αγίου Τρύφωνος. Και σήμερα; Σήμερα δεν εορτάζει άγιος. Εορτάζει ο βασιλεύς των αγίων, ο αρχηγός της πίστεώς μας, ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός. Είνε δεσποτική εορτή, η εορτή της Υπαπαντής. Τι είνε η Υπαπαντή; Με απλά λόγια θα το εξηγήσουμε.
Ο Χριστός, αγαπητοί μου, δεν ήταν μόνο άνθρωπος, ήταν και Θεός. Και ως Θεός δεν υπάρχει στιγμή του χρόνου που να μην υπάρχη. Υπάρχει παντοτε. Είνε αυτό που λέμε «νυν και αεί». Εμείς ειμεθα στο «νυν», τώρα, ενώ ο Χριστός είνε και στο «αεί», πάντοτε· «…νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων». Ως Θεος λοιπόν είνε αιώνιος, ως ανθρωπος ομως, που εφόρεσε σάρκα, μπήκε στην ιστορία, στο χρόνο. Γεννήθηκε σε ωρισμένο χρόνο και τόπο, σε ένα μικρό χωριό. Γεννήθηκε σαν ένα φτωχό νήπιο. Η Mανα του δεν είχε που να τον βάλη, και τον εβαλε στο παχνί των ζώων. Γεννήθηκε σε μια σπηλιά, σ᾿ ένα σταύλο. Ποιος θα φανταζόταν, ότι το νήπιο εκείνο είνε ο βασιλεύς του κόσμου;
Πέρασαν από τη Γέννησι σαράντα ημέρες. Την τεσσαρακοστή ημέρα είχαν τότε συνήθεια, όπως και τώρα, να πηγαίνουν το βρέφος στο ναό. Το πήγαιναν για να το αγιάσουν, να το καθαρίσουν, να σαραντίση η μάνα. Σήμερα δυστυχώς άρχισαν αυτα να μην τα προσέχουν. ᾿Αμελούν. Θυμηθήτε ομως τα λόγια μου· παιδί, που η μάνα δεν το σαραντίζει, θα γίνη τέρας. Θα γεμίση ο κοσμος από κακούργους.
Συνήθιζαν, λοιπόν, οι Εβραίοι στις σαραντα ημέρες να φέρνουν το παιδί στο ναό, και συγχρόνως να προσφέρουν δώρα. Αν ήταν πλούσιοι, πήγαιναν ένα βόδι, ένα δαμαλάκι· αν ήταν φτωχοί, πήγαιναν ένα ζευγάρι τρυγόνια η δυό μικρά περιστέρια. Γιατί; Για να ευχαριστήσουν το Θεό, που έδωσε το παιδί. Διότι το παιδί είνε ο μπουναμάς του ουρανού, το πιο μεγάλο δώρο. Δεν πα᾿ να ᾿χη το σπίτι ραδιόφωνα τηλεοράσεις κι ο,τι άλλο θε᾿ς· αν μέσα σ᾿ αυτό δεν ακούγεται κλάμα παιδιού, κάτι λείπει. Γι᾿ αυτό οι γονείς να ευχαριστούν το Θεό. Διότι το παιδί δεν το έκανες εσύ – λαθος έχεις.
Άμα ο Θεός δεν ευλογήση τα δεντρα, καρπό δεν πιάνουν· κι άμα ο Θεός δεν ευλογήση τη γη, σπαρτά δεν θερίζεις. Κι άμα ο Θεός δεν ευλογήση την κοιλιά της γυναίκας, ας πάη σ᾿ όλους τους γιατρούς, παιδί δεν κανει. Τα παιδιά τα δίνει ο Θεός. Γι᾿ αυτό οι μανάδες πρεπει να φέρνουν τα παιδιά τους στην εκκλησιά όταν γίνωνται σαράντα ημερων, να τα σαραντίζουν και να ευλογούνται. Αυτό εκανε η Παναγία, αυτό να κάνουμε κ᾿ εμείς.
Η Παναγία πήρε στην αγκαλιά της το Χριστό και μαζί με τον δίκαιο Ιωσήφ τον προστάτη πηγαν στο ναό του Σολομώντος. Μαζί της πήγαν κι άλλες γυναίκες πλούσιες. Τα μάτια των ανθρώπων είνε στους πλουσίους. Εκείνη ήταν φτωχιά και κανείς δεν την πρόσεχε. Αλλά τι λέω; Κάποιος την πρόσεξε. Ποιος; Ενας γέροντας που τον έλεγαν Συμεών. Τι ηταν αυτός; Αυτός διάβαζε την αγία Γραφή, διάβαζε τους προφήτας, και από ᾿κεί έμαθε, ότι μια μέρα «θα ανατείλη ένα άστρο» στον κοσμο· έμαθε, ότι θα έρθη «ένας άνθρωπος», ο Μεσσίας, ο Λυτρωτης του κόσμου, ο Χριστός (βλ. Αριθμ. 24,17). Ο Συμεών ομως λυποταν ότι δεν θα ζήση να δη το Χριστό. Τέτοια λαχτάρα είχε. Και έλεγε· Θεέ μου, άφησέ με να ζήσω· ας δω το Χριστό κι ας πεθάνω!… Και ο Θεός άκουσε την προσευχή του.
Την ώρα που η Παναγία έφθανε στο ναό, ο Συμεών άκουσε φωνή· Πήγαινε τώρα στο ναό, κ᾿ εκεί θα δης το Χριστό!… Έκανε φτερα στα πόδια ο γέροντας και νάτον στο ναό. Αλλά εκεί ήταν πολλές γυναίκες· ποια απ᾿ ολες ήταν η Παναγία; Όπως ο Θεός φώτισε τον ᾿Iωάννη τον Πρόδρομο και ανάμεσα στις χιλιάδες που βαπτίζονταν εκεί στο ποτάμι διέκρινε το Χριστό, έτσι εδώ το Πνεύμα το άγιο φωτισε τον Συμεών να διακρίνη το Χριστό και να καταλάβη ποια είνε η Παναγία. Και τότε πλησίασε κοντά. Τα μάτια του βούρκωσαν. Υψωσε το βλέμμα στον ουρανό, πήρε στην αγκαλιά του το Χριστό, έκανε την προσευχή του και είπε· «Νυν απολύεις τον δούλόν σου, δέσποτα, κατά το ρήμά σου εν ειρήνη…»· τώρα, λέει, ας πεθάνω· είδα το Χριστό (Λουκ. 2,29).
Μετά ο Συμεών είπε· Αυτό το παιδί θα συγκλονίση τον κόσμο. Κανένας άλλος δεν θ᾽ αλλάξη τον κόσμο όπως αυτό. Αυτό το παιδί αλλοι θα το αγαπήσουν και για την αγάπη του θα θυσιάσουν τα πάντα, κι άλλοι θα το μισήσουν… Και έτσι είνε. Το Χριστό η θα τον αγαπήσης η θα τον μισήσης. Και θα γίνη πόλεμος μεγάλος· οι αντίχριστοι θα τον πολεμούν, οι άλλοι θα τον λατρεύουν, και τέλος θα νικήση ο Χριστός.
Φαντάσου τώρα το Συμεών να βλέπη ένα μικρο παιδάκι και να λέη αυτά τα πράγματα! Και τα βλέπουμε σήμερα πραγματοποιούμενα.
Κατόπιν συνέχισε προς την Παναγία· Μάνα ευλογημένη, μάνα ευτυχισμένη, αλλά και μανα πικραμένη! Ευλογημένη, γιατί γέννησες το Χριστό. Πικραμένη, γιατί θα τον δης τη Μεγάλη Παρασκευή να τον καρφώνουν οι αντίχριστοι, κ᾿ εσένα μαχαίρι δίκοπο θα περάση την καρδιά σου…
Αυτά είπε ο Συμεών.
Στο ναό ήταν τότε και μια γριά χήρα 84 χρονων, η Άννα. Αυτή παντρεύτηκε, έζησε 7 χρονια με τον άντρα της, μετά χήρευσε και δεν ήλθε σε δεύτερο γαμο, δεν ξαναπαντρεύτηκε. Γιατί μια φορά παντρεύονται οι άνθρωποι. Στα παλιά τα χρόνια έτσι ήταν. Για ιδέστε και τα τρυγόνια. Έχουν αγάπη. Σκότωσε ο κυνηγος το αρσενικό; το θηλυκό δεν ζευγαρώνει πλέον με άλλο αρσενικό. Γι᾿ αυτό λένε «αγαπιούνται σαν τα τρυγόνια». Τώρα όμως βλέπεις τον άλλο, ακόμα δεν έθαψε τη γυναίκα του και ζητάει νέα γυναίκα· και βλέπεις την άλλη, ακόμα δεν έθαψε τον άντρα της και ζητάει δεύτερο άντρα. Όχι, δεν είνε έτσι τα πράγματα. Ένας άντρας και μια γυναίκα είνε ο ιδεώδης γάμος που ευλογεί ο Χριστός.
Έτσι έζησε η Άννα. Και τώρα δεν πήγαινε από σπίτι σε σπίτι να κουτσομπολεύη και να κατακρίνη. Ήταν διαρκώς στο ναό, νήστευε, προσευχόταν, υπηρετούσε το Θεό και διάβαζε τη Γραφή. Κι όταν είδε το Χριστό στην αγκαλιά του Συμεών, έτρεξε κι αυτή κοντά, δοξολογούσε το Θεό και κήρυττε το Χριστό στους προσκυνητάς.
Αυτή είνε, αγαπητοί μου, η εορτή της Υπαπαντής. Μπορεί τώρα κάποιος να πη· Αχ πόσο ήθελα κ᾿ εγώ να ζούσα τότε και να δω το Χριστο!… Υπάρχει σήμερα τέτοια λαχτάρα; Επιθυμούμε να δούμε το Χριστό, όπως ο Συμεών και η Άννα;
Αλλ᾿ αν ζητούμε αυτό, το έχουμε. Υπάρχει τρόπος να δης το Χριστό. Που να τον δης; ᾿Eδω. Δεν είνε ανάγκη ούτε στα Ιεροσόλυμα να πας, ούτε στα ουράνια ν᾿ ανεβής, ούτε οράματα να δης. Μπορείς να δης το Χριστό στην Εκκλησία! Απίστευτο, αλλά αληθινό.
Τα παλιά τα χρόνια, που οι άνθρωποι ήταν αγιοι, ας μην είχαν σχολεία, είχαν όμως Θεό. Έρχονταν στην εκκλησία, κι όταν έβγαινε το δισκοπότηρο, –δεν είνε ψέμα– έβλεπαν το Χριστό, την Παναγιά, αγγέλους και αρχαγγέλους· γιατί είχαν μάτια αγγελικά. Εμείς τώρα έχουμε μάτια κτηνώδη (μάτια σκύλου, μάτια χοίρου, μάτια τίγρεως, μάτια λιονταριού). Και τέτοια μάτια δεν είνε άξια να βλέπουν τέτοια οράματα. Όταν τα χέρια και τα κορμιά είνε ακάθαρτα, τότε και τα μάτια είνε αμαρτωλά και ανάξια. Για να δης το Χριστό, πρέπει να ᾿χης καθαρή την καρδιά (βλ. Ματθ. 5,8).
Εδώ είνε ο Χριστός. Όσα λέει ο παπάς κι ο ψάλτης, όλα είνε λόγια του Χριστού. Μα δεν τα καταλαβαίνουμε. Γιατί αν πάρης μια κιθάρα η ένα βιολί και πας και παίξης σ᾿ ένα στάβλο, τα γαιδούρια δεν καταλαβαίνουν τη μουσική σου· αυτά θέλουν σανό. Και αν μπροστα στα γουρούνια πετάξης διαμάντια, δεν συγκινούνται· αυτά θέλουν λάσπη και ακαθαρσία. Και οι ανθρωποι σήμερα δεν θέλουν διαμάντια και πολύτιμα πράγματα· θέλουν ψευτιές, που έχει το ράδιο και η τηλεόρασι. Εκεί το αυτάκι μας και εκεί τα μάτια μας, ώρες ολόκληρες, να δούμε κορμια γυμνά, ν᾿ ακούσουμε τραγούδια αισχρά…
Αδέρφια μου, δεν λέω ψέματα. Σας λέω την αλήθεια, που κι αν εμείς την αρνηθούμε, κι αυτές οι πέτρες θα τη φωνάξουν· ο Χριστός είνε ο αληθινός Θεός! Όπου είνε ο Χριστός, είνε η αλήθεια· όπου λείπει ο Χριστός, είνε το ψέμα. Όπου είνε ο Χριστός, είνε η δικαιοσύνη, η λευτεριά, η αγάπη, η ειρήνη, ο παράδεισος· όπου λείπει ο Χριστός, είνε η αδικία, η σκλαβιά, το μίσος, ο πόλεμος, η κόλασι. Διαλέξτε και πάρτε. Κλείστε τα ραδιόφωνα, κλείστε τις τηλεοράσεις, κι ανοίξτε την καρδιά σας να μπη ο Χριστός, να δήτε το Χριστό· ον, παίδες Ελλήνων, υμνείτε και υπερυψούτε εις παντας τους αιώνας· αμήν.
Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης