Γνώρισα τον Γέροντα Πορφύριο ένα ζεστό καλοκαίρι μέσα στο δάσος. Ήταν μια περίοδος εκείνη της ζωής μου πολύ δύσκολη, ήμουν αναστατωμένη, μπερδεμένη· ενώ εξωτερικά γελούσα και φαινόταν ότι χαιρόμουν, μέσα μου ήμουν πολύ προβληματισμένη και ανήσυχη. Ένιωθα τον εαυτό μου αδικημένο και τον κόσμο υποκριτικά τοποθετημένο. Άρχισα να ψάχνω τη χαρά έξω από τον Χριστό, άκουγα μουσική New Age, ντυνόμουν όπως-όπως και ήθελα να διασκεδάζω με τους φίλους μου έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ήταν οι μόνοι που μ’ αγαπούσαν.
Σπούδαζα θεολογία κατά τ’ άλλα και είχα και τη μητέρα μου να ανησυχεί για μένα και να με συμβουλεύει να πάω στον Γέροντα Πορφύριο. Μου έλεγε ότι όλα αυτά που νιώθω μόνο ο Γέροντας Πορφύριος θα μπορούσε να τα βάλει σε μια τάξη. Εγώ για να φανώ ότι της κάνω το χατίρι όλο της υποσχόμουν ότι θα πάω, όμως πάντα έβρισκα μια δικαιολογία και δεν πήγαινα. Έλεγα μέσα μου, τι να μου πει ένας παππούλης γέρος και άρρωστος; Όμως η θεία πρόνοια και η προσευχή του παππούλη έφεραν τα πράγματα έτσι που γνωριστήκαμε.
Είχα πάει στη θάλασσα στον Ωρωπό για μπάνιο με τους φίλους μου και γυρνώντας προς την Αθήνα μέσω Μαλακάσας, περάσαμε μπροστά από το νεοϊδρυθέν ησυχαστήριο του Γέροντα. Είδα μια ταμπέλα που έγραφε: «Ιερόν Ησυχαστήριον Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Γέροντος Πορφυρίου». Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να πεταχτώ μέσα στο αυτοκίνητο και να πω: «Α, να, εδώ είναι ο παππούλης που μου λέει συνεχώς να πάω η μητέρα μου!». Και σταματώντας έβλεπα διερευνητικά την ανηφορίτσα που οδηγεί στο μοναστήρι. Τότε ήταν όλα απερίφραχτα και το μοναστήρι δεν είχε πάρει τη σημερινή του μορφή. Κοιτώντας δεξιά-αριστερά και ενώ είχα κατέβει από το αυτοκίνητο, προχωρούσα σαν κάποιος να μ’ έσπρωχνε, να μ’ οδηγούσε στον τόπο της συνάντησής μου με τον Γέροντα Πορφύριο.
Κάποια στιγμή είδα μέσα στο πευκοδάσος έναν παππούλη να μου γνέφει να πλησιάσω. Επειδή όμως ήμουν από τη θάλασσα, λίγο κοντοστάθηκα. Εκείνη την ώρα πάλι με το χέρι του με καλούσε να πάω κοντά του. Τότε άρχισα να τον πλησιάζω και χωρίς να ξέρω αν είναι αυτός ο Γέροντας Πορφύριος, πρόσεξα πως ήταν κουκουλωμένος και κρατούσε κάτι στο ένα του χέρι που έμοιαζε με φύλλο δένδρου, κοιτούσε χαμηλά και χαμογελούσε. Εγώ από σεβασμό έσκυψα να του φιλήσω το χέρι και εκείνος μ’ άρπαξε με τ’ άλλο του χέρι από το χέρι το δικό μου και μου έδωσε μια σφαλιάρα που αληθινά με ξάφνιασε, χωρίς όμως να μπορώ να αντιδράσω, και μου είπε: «Βρε, δε ντρέπεσαι, θεολόγος άνθρωπος, να γυρνάς μ’ αυτούς τους μαντραχαλάδες;»
Εγώ τότε πάγωσα και πριν προλάβω ν’ ανοίξω το στόμα μου, πιάνοντας τον σφυγμό μου, άρχισε να μου μιλά γλυκά λέγοντάς μου πως κοιτά την ψυχή μου και βλέπει πως λάθος σκέφτομαι, λάθος είμαι, δεν είναι έτσι τα πράγματα, αυτό το οποίο με βασανίζει είναι κάτι που φαίνεται εξωτερικά ογκόλιθος, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα μικρό πετραδάκι, που δεν είναι τίποτα για τον Χριστό, ο Χριστός με αγαπά και νοιάζεται για μένα.
Πρώτη φορά στην ζωή μου ήμουν μπροστά σ’ έναν άνθρωπο, σ’ έναν παππούλη που άγγιζε τα βαθύτερα σταθερά τής ύπαρξής μου και, χωρίς εγώ να του έχω πει κάτι για μένα, μου αποκάλυπτε πως με γνωρίζει πολύ-πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ γνώριζα τον εαυτό μου. Πρώτη φορά το πρόβλημα που εγώ θεωρούσα μεγάλο και αξεπέραστο γινόταν μπροστά στα μάτια μου, με την σταθερή και βέβαιη αποκάλυψη του παππούλη, μικρό και ασήμαντο.
Άρχισα να δακρύζω γιατί συγκλονισμένη βρισκόμουν μπροστά σ’ έναν άνθρωπο, γέρο και άρρωστο κατά τ’ άλλα, που όμως δεν ήταν όπως οι συνηθισμένοι άνθρωποι. Πρόσεξα καλά το θείο πρόσωπό του και τότε κατάλαβα πως ο παππούλης που κοίταζε συνεχώς χαμηλά είχε πάψει να με κρατά και να διερευνά την ψυχή μου, αλλά, τυφλός καθώς ήταν, κρατιόνταν πάνω μου ως ανήμπορος και απροστάτευτος.
Ήταν η ώρα μου, ήταν ανοιχτός ο ουρανός και έστελνε ο Χριστός τη Χάρη του σ’ εμένα τη φτωχή, την τιποτένια. Να λοιπόν που μια σφαλιάρα μπορούσε να ‘ναι αγία σφαλιάρα, ν’ ανοίξει το μυαλό μου, να σκορπίσει τη θολούρα, να ‘ρθει το φως του Χριστού να γλυκάνει την ψυχή μου. Τότε παραμένοντας λίγα λεπτά αμίλητοι και εγώ και ο παππούλης, δακρύζοντας και οι δύο στεκόμασταν εκεί μέσα στο πευκοδάσος, δύο μονάδες διαφορετικές, εκείνος ένας άγιος του καιρού μας που μόλις εκείνη τη στιγμή ως πατέρας στοργικός φορούσε ξανά σ’ εμένα το απολωλός τη χρυσοΰφαντη στολή και το δακτυλίδι στο χέρι, σύμβολο του αιωνίου αρραβώνος με τον Χριστό. Και με το ραβδί της αγάπης του μου έδειχνε ξανά τον δρόμο προς το παλάτι, τη βασιλεία του Θεού.
Όταν αργότερα θυμόμουν μαζί με τον παππούλη τη γνωριμία μας, μου έλεγε: «Να, σου ‘κανα μια μετάγγιση, για να ζήσεις, γιατί έτσι όπως ήσουν, ήσουν σαν πεθαμένη».Τότε, φιλούσα τα χεράκια του και μ’ άρπαζε από το κεφάλι και με πίεζε και μου ‘λεγε: «Αχ, μωρέ, αυτό το κεφάλι σου, σπάσιμο θέλει! Αλλά ο Χριστός μωρέ δεν κρατά σφυρί, θέλει να τον αγαπάεις με φιλότιμο. Τίποτα δεν μετρά για σένα μπροστά στον Χριστό που τόσο σ’ αγαπά;»
Μ’ αυτά του τα λόγια – χειρουργικές επεμβάσεις – σ’ έφερνε ξανά μέσα στον παράδεισο που ο ίδιος ζούσε και τότε ειρήνευες, γαλήνευες, έφευγες με τα φτερά στα πόδια, σου μετέδιδε μια δύναμη πνευματική, έβαζες ξανά αρχή μετάνοιας, αρχή ταπεινώσεως, αρχή υπακοής, γινόσουν χαρούμενος γιατί ο Χριστός σ’ αγαπά και ας ήσουν εσύ ένα μυρμηγκάκι ασήμαντο πάνω στον φλοιό της γης και ο Δημιουργός του σύμπαντος σ’ αγαπά.
Πώς μετά να μη νιώθεις τον Θεό τόσο κοντά σου, τόσο δίπλα σου, μέσα σου, κρυβόταν ο Θεός μέσα σου και αποκαλύπτονταν στον φτωχό Πορφύριο και γινόταν πανηγύρι – χαρά στον ουρανό, χαρά στη γη.
Από την εισήγηση της γερόντισσας Άννας στην Ημερίδα για τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη με θέμα: “Ο άγιος Πορφύριος και οι νέοι”, Θεσσαλονίκη, 12 Ιαν. 2016
Πηγή: koinoniaorthodoxias.org