Κύριε Ιησού Χριστέ, ικετεύω την αγαθότητα σου” θεράπευσε τα τραύματα της ψυχής μου και φώτισε τα μάτια της καρδιάς μου, για να κατανοήσω το σχέδιο σου για σωτηρία, το όποιο πραγματοποιήθηκε σ’ έμενα. Καί επειδή έμωράνθηκε ή διάνοια μου, ας την άρτύσει το αλάτι της χάριτος σου. Τί άλλο να σου πω, προγνώστα Θεέ, πού ερευνάς τίς καρδιές και τίς σκέψεις;
Εσύ μόνος γνωρίζεις, πώς σαν κατάξερη γη σέ διψά ή ψυχή μου και σε ποθεί ή καρδιά μου. Γιατί εκείνον πού σε αγαπά διαρκώς τον χορταίνει ή χάρη σου κι όπως πάντοτε με ακούς, καί τώρα μην περιφρονήσεις τη δέηση μου, γιατί ή διάνοια μου είναι σαν ένας αιχμάλωτος, πού ζητά μόνο εσένα, τον αληθινό Σωτήρα. Στείλε γι’ αυτό τη χάρη σου να έλθει καί να χορτάσει την πείνα μου καί να ξεδιψάσει τη δίψα μου.
Γιατί ποθώ καί διψώ εσένα, το φως της αλήθειας, το χορηγό της σωτηρίας. Χορήγησε μου αυτά πού σου ζητώ καί στάξε μέσα στην καρδιά μου μια σταγόνα της αγάπης σου, για να ανάψει σαν φλόγα μέσα στην καρδιά μου καί να κατακαύσει τα αγκάθια καί τα τριβόλια της, τους πονηρούς δηλαδή λογισμούς. Χορήγησε τα λοιπόν πλουσιοπάροχα κι όπως ταιριάζει, ως Θεάνθρωπος, καί πολλαπλασίασε τα, ως Υιός αγαθός του αγαθού Πατρός.