Η «Γένεσις» ή «Γένεση» είναι το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένα από τα βιβλία του κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης και είναι επικεφαλής των βιβλίων τόσο του Ιουδαϊκού όσο και του Ελληνικού Κανόνα. Στον Παλαιστινό (Ιουδαϊκό) Κανόνα συναριθμείται μεταξύ των πέντε πρώτων βιβλίων, που απαρτίζουν την συλλογή του Νόμου. Στον αντίστοιχο Αλεξανδρινό (Ελληνικό) Κανόνα είναι το πρώτο από τα πέντε βιβλία που αποτελούν την Πεντάτευχο και εντάσσεται στη συλλογή των Ιστορικών Βιβλίων.
Το βιβλίο στα εβραϊκά ονομάζεται «Μπερεσίθ», από την πρώτη λέξη του κειμένου που σημαίνει «Eν αρχή». Η ονομασία «Γένεσις» οφείλεται στους Εβδομήκοντα (Ο’) και σημαίνει “απαρχή, δημιουργία”. Τ’ όνομα οφείλεται στον 4ο στίχο του Β’ Κεφαλαίου του βιβλίου, στον οποίο και αναγράφεται η φράση: «αύτη η βίβλος γενέσεως ουρανού και γης ότε εγένετο», και ονομάστηκε έτσι, γιατί περιέχει την γένεση, δηλαδή, την αρχή του κόσμου, τη δημιουργία του ουρανού, της γης, της θάλασσας, των φυτών, των ζώων και του ανθρώπου, καθώς και τις γενεαλογίες των πρώτων ανθρώπων και την αρχή του ισραηλιτικού λαού.
Συγγραφέας του βιβλίου της Γένεσης και όλης της Πεντατεύχου φέρεται να είναι ο Μωυσής που την συνέγραψε κατά τη διάρκεια της μακράς πορείας των Ισραηλιτών στην έρημο. Το βιβλίο της Γένεσης κατέχει σημαντική θέση στα Λειτουργικά Αναγνώσματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αναγινώσκεται σχεδόν ολόκληρο κατά τη διάρκεια του λειτουργικού έτους, ιδιαίτερα στην περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο κύρια μέρη με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο και χαρακτήρα το καθένα: α) στα πρώτα 11 κεφάλαια περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου, καθώς και την ιστορία πριν από τους πατριάρχες (Αδάμ, Νώε και οι απόγονοί τους), και β) στα υπόλοιπα 39 κεφάλαια, την ιστορία των πατριαρχών Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, καθώς και εκείνη του Ιωσήφ.
Ερμηνεία: Η Γένεσις και η Δημιουργία του Κόσμου
Η Γένεσις ξεκινάει με τον εξής στίχο: «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν» (Γεν. Α’, 1), ο οποίος «είναι ένας τίτλος στον οποίο ανταποκρίνεται το τέλος του 2,4α».62 Ο στίχος αυτός δείχνει κατ’ αρχάς ότι το σύμπαν είναι κτιστό και πως έχει αρχή. Ως αρχή ορίζει ο Μέγας Βασίλειος τον ορισμένο χρόνο, την ορισμένη κίνηση που γίνεται, και το κάθε τι που γίνεται κάποιο άλλο και το οποίο είναι η αιτία του άλλου που υπάρχει εντός αυτού. Αυτές τις ερμηνείες δίνει περί της αρχής και εικάζει άλλη μία, το στιγμιαίο και άχρονο της δημιουργίας, επειδή η αρχή είναι κάτι το οποίο δεν υποδιαιρείται σε μέρη ούτε έχει διακοπή, όπως για παράδειγμα η αρχή της οδού δεν είναι ακόμη οδός.63 Αυτό προσεπικυρώνει ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγοντας: «μία είναι η σημασία τών δύο λέξεων, τής «αρχής» και τού «κεφαλαίου». Επειδή δηλώνεται επίσης και από τις δύο λέξεις το συνολικό: Επειδή στο μεν «κεφάλαιο» δηλώνεται ότι αδιακρίτως τα πάντα έφθασαν σε ύπαρξη, ενώ μέσω τής «αρχής», δηλώνεται το ακαριαίο και χωρίς διάστημα. Επειδή η «αρχή» είναι ξένη σε κάθε έννοια διαστήματος. Όπως το σημείο είναι αρχή τής γραμμής και το άτομο τού όγκου, έτσι και το «ακαριαίο» του χρονικού διαστήματος».64
Ως ουρανός και γη ορίζεται «τό διατεταγμένο σύμπαν, τό ἀποτέλεσμα τῆς δημιουργίας. Αὐτή ἐκφράζεται μέ τό ρῆμα («μπαρά») πού χρησιμοποιεῖται γιά τήν δημιουργική πράξη τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκφρασθεῖ ἡ διαφορά πρός τήν πράξη πού γίνεται ἀπό ἄνθρωπο. Ἡ δημιουργία δέν εἶναι μῦθος, ἀλλά ἀνήκει στήν ἱστορία, εἶναι ἡ πρώτη της ἀρχή».65 Στην ίδια γραμμή κινείται ο μακαριστός π. Αθανάσιος Μυτιληναίος,66 καθώς και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης λέγοντας: «επειδή λοιπόν το βιβλίο τής Γενέσεως ο προφήτης το έκανε εισαγωγικό προς θεογνωσία, και σκοπός τού Μωυσή είναι να χειραγωγήσει αυτούς που είναι υποδουλωμένοι στην αίσθηση, μέσω τών φαινομένων προς εκείνα που υπερβαίνουν την αισθητή κατανόηση, γι’ αυτό η γνώση δια τής όψεως, μάς ορίζεται ως ουρανός και γη…. και αντί να πει ότι ο Θεός δημιούργησε συνολικά όλα τα όντα, είπε «στο κεφάλαιο», με άλλα λόγια «στην αρχή» δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη».67 Αυτό άλλωστε ομολογούμε και στο πρώτο άρθρο του «Συμβόλου της Πίστεως» λέγοντας «…ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων», ότι Εκείνος δηλαδή δημιούργησε όλη την κτίση, υλική και πνευματική. Αναφέρονται αυτά για να μην υπάρξει υπόνοια ότι δήθεν η Γένεσις γράφει μόνο για τον ουρανό, δηλαδή την ατμόσφαιρα και τον πλανήτη γη, αλλά για ολόκληρη την δημιουργία. Εξ’ άλλου όσον αφορά τον ουρανό, στην συνέχεια της δημιουργικής εξιστόρησης αναφέρεται πάλι, στην δεύτερη δημιουργική ημέρα, αλλά αυτήν την φορά γίνεται αναφορά στο στερέωμα, δηλαδή την ατμόσφαιρα. Κάτι παρεμφερές συμβαίνει και με τον όρο «γη», όπου στην Π. Διαθήκη δεν νοείται ο πλανήτης, αλλά η ξηρά.68
Σε αυτό το σημείο είναι αναγκαία μία παρατήρηση για την δημιουργία. Όλη η δημιουργία που εξιστορείται στην Γένεση αφορά μόνο τον υλικό κόσμο και όχι τον πνευματικό, και το επισημαίνουμε για να μην θεωρηθεί ο ουρανός ως ο πνευματικός Ουρανός, και να μην υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στα πνευματικά και υλικά δημιουργήματα. Αυτή την αναφορά κάνει ο Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, λέγοντας πως ο χρόνος ανάμεσα στις δύο δημιουργίες είναι πολύ μεγάλος και πως οι Άγγελοι δεν είχαν ανάγκη την υλική. Εφιστά λοιπόν την προσοχή προς όλους, λέγοντας να μην αναμειγνύει κανείς τις δύο δημιουργίες και πολύ περισσότερο να μην ονομάσει κανείς τις πνευματικές δυνάμεις άρχουσες με την προάναρχη Θεϊκή Φύση. Για ποιον λόγο όμως δεν γίνεται λόγος στην πρώτη δημιουργία; Ο λόγος είναι η αδυναμία των Ιουδαίων την εποχή εκείνη και γενικότερα του κόσμου τότε να εννοήσει την φύση αυτή, όπως σημειώνει ο ίδιος Άγιος, αλλά και ο Μ. Βασίλειος, προσυπογράφοντας και σε όλα τα προηγούμενα που αναφέρθηκαν σχετικά με το θέμα που αναλύεται, προσθέτει πως ο Θεός φανέρωσε και αυτήν την φύση όταν είχε έρθει ο κατάλληλος καιρός, και συμπληρώνει πως ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο εκ των τεσσάρων γνωστών, πρωταρχικών στοιχείων (νερό, φωτιά, γη, αέρας), με την κατάλληλη σύνθεση, αναλόγως την ποιότητα, τις ιδιότητες και την σχέση του καθενός προς το άλλο, στοιχεία εκ των οποίων τα μισά επίσης παραλείπονται (η φωτιά και ο αέρας), προς εκγύμναση του ανθρωπίνου νοός.69, 70, 71
Αυτά όσον αφορά την ανάλυση και την δομή των χωρίων της Γενέσεως που αφορούν την δημιουργία του κόσμου. Σχετικά με τον κύριο στόχο του βιβλίου, τα όσα περιγράφει η βιβλική κοσμογονία δεν αποσκοπούν στο να εξηγηθεί επιστημονικά η δημιουργία της κτίσεως, αλλά να απαντηθεί το ερώτημα του νοήματος του κόσμου. Το κείμενο εμπεριέχει θεολογία «θεόθεν εμπνευσθείσαν, αποσκοπούσα δε να μας καταστήσει γνωστόν τον Θεόν, την φύσιν Του, τα ιδιώματά Του τας σχέσεις Του προς τον κόσμον, τον οποίον εδημιούργησε, και προς τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε βασιλέα της δημιουργίας…», με την εξιστόρηση να εκτίθεται με καταληπτή μορφή για τους αναγνώστες πάσης εποχής.72 Ο αρχαίος άνθρωπος όταν διηγείται αφηγήσεις για την δημιουργία του κόσμου, δεν αποβλέπει στο να δείξει πως έγινε ο κόσμος, και αφού δεν είναι αυτό το ερώτημα που τίθεται προς απάντηση, δεν δημιουργείται εκ των προτέρων κάποια σύγκρουση με την επιστήμη. Στην Γένεση υπάρχουν δύο κοσμογονικές αφηγήσεις με την κάθε μία να έχει συγκεκριμένο στόχο.
Η δεύτερη αναφέρεται πιο αναλυτικά στην δημιουργία του ανθρώπου,73 ενώ η πρώτη που πραγματεύεται την δημιουργία του σύμπαντος, έχει ως στόχο να δείξει ποιος θεός είναι μεγαλύτερος, αφού κατά την βαβυλώνια αιχμαλωσία είναι δυνατόν οι Εβραίοι να σκέπτονταν το ενδεχόμενο ότι ο θεός των Βαβυλωνίων είναι ισχυρότερος του Αληθινού Θεού. Η Γένεση δείχνει όχι μόνο ότι ο Θεός του Αβραάμ είναι ισχυρότερος, αλλά ότι δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός Αυτού, αφού η αφήγηση είναι δομημένη τοιουτοτρόπως, έτσι ώστε ό,τι ον προκύπτει να μην μπορεί να αξιώσει ότι είναι θεός. Για παράδειγμα, στην αναφορά της δημιουργίας του φωτός ο βιβλικός συγγραφέας δεν συζητάει πως αυτό προέκυψε, αλλά απλώς το αναφέρει όπως και όλα τα άλλα δημιουργήματα. Ο Θεός το πρώτο που κάνει είναι ο χρόνος και εφ’ όσον ο χρόνος δημιουργείται από τον Θεό και ό,τι έπεται δημιουργείται μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο έχει μία αρχή, και ό,τι έχει αρχή έχει και τέλος, άρα δεν μπορεί να είναι θεός.74
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα, πως η Γένεση δείχνει ότι όλα υπόκεινται στον Θεό, ο Οποίος δίνει νόημα στον κόσμο, και παράλληλα επιχειρεί να ανακόψει την αποστασία των Εβραίων, χωρίς να μας δίνει επιστημονικές πληροφορίες. Άλλωστε κάτι τέτοιο φαίνεται αδύνατον και από το ύφος του κειμένου, το οποίο ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει ιδιότροπο κατά την διατύπωση, προειδοποιώντας όσους σπεύδουν να εκμεταλλευτούν αυτό το χαρακτηριστικό για να ασκήσουν κριτική, να αποβλέπουν στην ουσία του κειμένου και όχι στις χρησιμοποιούμενες εκφράσεις. Εξ’ άλλου σε άλλο σημείο της Εξαημέρου ο Άγιος διευκρινίζει τις παρεξηγήσιμες εκφράσεις περί ανθρωπομορφισμού, για αποφυγή τυχουσών παρερμηνειών,75 κάποιες εκ των οποίων μέχρι και σήμερα παρερμηνεύονται, διότι όσοι υποπίπτουν σε αυτές τις εσφαλμένες θεωρήσεις δεν γνωρίζουν πως οι ιδιόμορφες αναφορές πρέπει να νοηθούν αλληγορικά, κατά την άποψη των αρχαίων Χριστιανών διδασκάλων, και πως τα ανθρωπομορφικά στοιχεία που αποδίδονται στο Θεό «συμβολικῶς ἐστι λεγεγμένα» κατά τον Άγιος Ιωάννη τον Δαμασκηνό και θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για να προεικονίζουν την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Η Βίβλος εκφράζεται έτσι «δι’ ἡμᾶς καὶ τὸ ἀσθενὲς τὸ ἡμέτερον», ώστε σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο «ταύτης ἀξιωθέντες τῆς συγκαταβάσεως, ἀνελθεῖν πρὸς τὸ ὕψος ἐκεῖνο ἰσχύσωμεν».76
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση της Γενέσεως, θα ήταν καλό να ξεδιαλύνουμε και το κατά πόσον έχει επηρεαστεί από κείμενα άλλων παραδόσεων. Πολλές θρησκευτικές και μυθολογικές κοσμογονίες, εκτός του ότι κάνουν λόγο για ένα σύμπαν αιώνιο, παρουσιάζουν τον κόσμο ως απόρροια της επιμιξίας ή της διαμάχης κάποιων θεοτήτων. Αντιθέτως, ο Μωυσής παρ’ ό,τι ήταν μεγαλωμένος στην Αίγυπτο και ήταν γνώστης των ιδεών και του πολιτισμού των Αιγυπτίων, συνέγραψε μια πολύ διαφορετική κοσμογονία, με ένα σύμπαν που έχει Δημιουργό και αρχή, χωρίς να χρησιμοποιεί αντίστοιχους μύθους, όπως έπρατταν οι άλλοι λαοί. Ο σκοπός του ήταν να αντιπαραβάλλει την πραγματική θεολογία απέναντι στις γειτονικές θρησκευτικές δοξασίες που λάτρευαν τα είδωλα, δηλαδή ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον Αληθινό Θεό.77 Αλλά πέραν τούτων, βλέπουμε να τοποθετεί την δημιουργία του ηλίου και της σελήνης την 4η δημιουργική ημέρα, κάτι το οποίο φαντάζει αδόκιμο, αφού στην κοσμογονία της Γενέσεως προηγούνται τα φυτά του ηλίου, τα οποία τον έχουν ανάγκη για να ζήσουν και να αναπτυχθούν. Δεν πρόκειται όμως περί λάθους, αλλά ο σκοπός της τοποθέτησης του ηλίου και της σελήνης μετά την δημιουργία των φυτών, είναι να δείξει στον κόσμο ότι ο ήλιος δεν είναι θεός όπως τον θεωρούσαν οι αρχαίοι λαοί, αλλά ένα ακόμα δημιούργημα του Αληθινού Θεού, όπως όλα τα υπόλοιπα όντα.
Επίσης, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως στα ουράνια αυτά σώματα δεν αναφέρονται τα ονόματά τους ούτε ο Θεός τούς δίνει ονομασία όπως στα άλλα όντα, αλλά ο συγγραφέας τα χαρακτηρίζει απλώς φωστήρες. Αυτή η ενέργεια έχει βαθύ νόημα και σημαντικό σκοπό, διότι την εποχή της Π. Διαθήκης η νοοτροπία που υπήρχε στον αρχαίο Ισραήλ, ήταν πως για να έχει κάτι ή κάποιος αξία και υπόσταση, θα έπρεπε να έχει και όνομα. Αποσιωπώντας ο συγγραφέας τα ονόματα του ήλιου και της σελήνης, στην ουσία τα υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο και καταρρακώνει την αξίωση των ειδωλολατρών περί θεότητός τους.78 Αυτό συμβαίνει και με την βλάστηση της γης και την συγκέντρωση των υδάτων σε θάλασσες και ωκεανούς, αφού κι αυτά τα λάτρευαν ειδωλολατρικοί λαοί, προσδίδοντάς τους διάφορες ιδιότητες και δημιουργώντας ειδωλολατρικά μυστήρια. Τέλος, με την επωδό «και είδεν ο Θεός ότι καλόν», κατακρίνεται η πλάνη όσων πίστευαν στις δυνάμεις του καλού και του κακού που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Για τον Μωυσή και την Αγία Γραφή όλα τα δημιούργησε ο Κύριος και τα έκανε καλά λίαν.79 Επομένως, αποδεικνύεται από τα παραπάνω πως η Γένεσις δεν έχει αντιγράψει άλλες κοσμογονίες.
Δεν αρνούμαστε όμως ότι υπάρχουν κάποιες ομοιότητες με τις αναφορές άλλων πολιτισμών, αλλά αυτές οφείλονται στις κοινές παραδόσεις των γειτονικών λαών, αφού έπρεπε τα γραφόμενα να είναι κατανοητά στους Ισραηλίτες και όσους ασπάζονταν τον Ιουδαϊσμό από άλλα έθνη, και όχι στην θεολογία, αφού πρόκειται για θεογνωσία από την μία και ειδωλολατρία από την άλλη. Ειδικότερα, ο Μητροπολίτης Ιερεμίας επισημαίνει, ξεδιαλύνοντας το θέμα, πως υπάρχουν ομοιότητες με την βαβυλωνιακή κοσμογονία, διότι η Βαβυλώνα αποτέλεσε την πρώτη κοιτίδα της ανθρωπότητας, όπως φαίνεται και στην Π. Διαθήκη, οπότε φυσικό είναι από εκεί να προέρχονται οι πρώτες αφηγήσεις για την αρχή του κόσμου, όμως οι Βαβυλώνιοι αργότερα την ανέμιξαν με ειδωλολατρικά στοιχεία, γι’ αυτό και πόρρω απέχει από την βιβλική κοσμογονία ως προς το βασικό της περιεχόμενο.80 Αυτό το γεγονός εκτός των άλλων μας φανερώνει και τον ρεαλισμό της Αγίας Γραφής, διότι στα ειδωλολατρικά θρησκευτικά ή μυθολογικά κείμενα βλέπουμε εξωπραγματικές παραστάσεις, ενώ αντιθέτως ο Θεός έχει μεριμνήσει οι Χριστιανικές Γραφές να δομηθούν με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να είναι εύληπτες και να γίνονται κατανοητές στους ανθρώπους, όχι με «μαγικούς» αλλά με πραγματικούς τρόπους, που διαδραματίζονται εντός της ιστορίας, δίνοντας τα Θεία νοήματα μέσα από ήδη αποδεκτά δεδομένα. Γι’ αυτό ο Μωυσής έγραψε το κείμενο με τρόπο που είναι απλός,81 για να είναι κατανοητός σε όλους και χρησιμοποίησε εικόνες που στα μάτια των αναγνωστών της εποχής του ήταν γνώριμες, με την αποκάλυψη να «κατέρχεται στην αντιληπτική ικανότητα κάθε ηλικίας και όλων των αιώνων, έτσι ώστε το αόρατο και πνευματικό να είναι ευκρινές και σαφές στους αδύνατους».82
Παραπομπές:
62. Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ιερεμίας (2015), «Ερμηνεία Παλαιάς Διαθήκης (Η ερμηνεία παρά την απλότητά της είναι επιστημονική), Γένεσις, Οι αρχές του κόσμου και της ανθρωπότητος (1, 1-11, 32)», σελ. 5
63. Εξαήμερος, σελ. 22-23
64. Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Απολογητικός προς Πέτρον τον αδελφόν αυτού, περί τής Εξαημέρου», PG 44: 69-80, http://oodegr.co/oode/pateres1/grigorios_nyssis/spermatikn_dnmiourgiahtm
65. Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ιερεμίας (2015), σελ. 5
66. π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, «Υπάρχουν εξωγήινα όντα;», https://www.youtube.com/watch?v=iliD7lIlGiU (4.35-4.55)
67. Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Απολογητικός προς Πέτρον τον αδελφόν αυτού, περί τής Εξαημέρου,, PG 44: 69-80
68. «Ουρανός και Γη στην Αγία Γραφή», https://www.oodegr.com/oode/genesis/earth1.htm
69. Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, «Α’ Λόγος στην Εξαήμερο Δημιουργία», http://www.pemptousia.gr/2015/10/a-logos-stin-exaimero-dimiourgia/
70. Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος, «Η ερμηνεία της δεύτερης μέρας της δημιουργίας», http://www.pemptousia.gr/2016/03/i-erminia-tis-defteris-meras-tis-dimiourgias/
71. Εξαήμερος, σελ. 21, 25, 40, 86-87
72. Εξαήμερος, εισαγωγή, σελ. 11
73. Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ιερεμίας (2011), σελ. 44
74. «ΕΡΤ3 Χαρά Θεού – Σύμπαν, επιστήμη και θρησκεία», https://www.youtube.com/watch?v=LI_rYkJySJU&t=1004s (10.20-16.44)
75. Π.Α. Παναγιωτόπουλος (2019), σελ. 406-407
76. Θ.Ι. Ρηγινιώτης, «Επιστήμη, Δαρβίνος και Εκκλησία», https://o-nekros.blogspot.com
77. Μ. Κωνσταντίνου, ««Αναζητώντας το χρόνο». Ο χρόνος στην σύγχρονη επιστήμη, την φιλοσοφία και τη θεολογία», https://www.pemptousia.gr/video/anazitontas-to-chrono-o-chronos-stin-sigchroni-epistimi-tin-filosofia-ke-ti-theologia/?fbclid=IwAR1lsdQaa92axFhkmWDXUpZeayDcIyu5EVLNEhfIOVlamitLQANzVrCH-mI (6.45-7.05)
78. πατήρ Ειρηναίος Δεληδήμος – «Φυσικές Επιστήμες και Χριστιανισμός», https://www.youtube.com/watch?v=WegN7CI8jfk&t=770s (2.29.40-2.30.43)
79. Π.Ν. Τρεμπέλας (1969), Απολογητικαί Μελέται, τόμος Β’, σελ. 26-33, εκδόσεις «Ο Σωτήρ», http://www.sostis.gr/blog/item/832-h-exahmerh-dhmiourgia
80. «Μαθήματα στην Γένεση, Γένεσις 1», https://www.youtube.com/watch?v=wkusV49r2Po&list=PLxlJX57uD3zK2xKM3yHTMkfOUpBsrFy1D&index=1 (4.45-6.56)
81. Μητρ. Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως Ιερεμίας (2015), σελ. 4
82. Αρχιμ. Ιωήλ Γιαννακόπουλος (1986), τόμος Α’, σελ. 408-410
Πηγή: pemptousia.gr