Η Αγία Παρασκευή εμφανίζεται στον Άγιο Ιάκωβο Τσαλίκη: Ένα βράδυ βλέπω την Αγία σαν μοναχή να στέκεται απ’ έξω και να μου λέει…

Έξω από το χωριό τους υπήρχε σε κάποιο λόφο το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής.

Εκεί πήγαινε πολύ τακτικά ο μικρός Ιάκωβος και προσηύχετο στην Αγία.

Αφηγείται λοιπόν ο ίδιος ο Γέροντας την συνάντηση με την Αγία και καταγράφεται στο βιβλίο «Ένας άγιος γέροντας – ο μακαριστός π. Ιάκωβος» (Έκδοση Ιεράς Μονής Οσίου Δαβίδ Γέροντος ,1996):

« Με τα χέρια μου έσκαψα το χώμα και δημιούργησα λαξευτή σκάλα, για να μπορούν άνετα οι προσκυνητές να ανεβαίνουν στο εξωκλήσι. Έκοβα έναν φουντωτό θάμνο, σκούπιζα την εκκλησία, άναβα και τα καντηλάκια και καθόμουνα και κοίταζα τις εικόνες, μέσα στην απόλυτη σιωπή της νύκτας πάνω στο ερημικό λόφο.

Ούτε φοβόμουν μόνος, ούτε λογισμός δειλίας μ’ ενόχλησε ποτέ.

Έβλεπα τότε την Αγία σαν μοναχή, να βγαίνει από το Ιερό, να διασχίζει το ναό της και έξω στην αυλή να σκύβει και να πλένει τα καντήλια της. Με το παιδικό μου το μυαλό έλεγα ότι η Αγία πλένει τα πιάτα της, όπως η μητέρα μου κάθε βράδυ, όσο κουρασμένη και να ήταν, πάντα έπλενε τα πιάτα , γιατί σκεφτόταν μην τυχόν πεθάνει τη νύκτα και το πρωί βρουν οι γυναίκες άπλυτα πιάτα και σκανδαλιστούν για την έλλειψη νοικοκυροσύνης.

Έχοντας υπ’ όψιν μου το γεγονός αυτό, νόμιζα ότι και η Αγία τη νύκτα έπλενε τα πιάτα της.

Ένα βράδυ καθώς πήγαινα ως συνήθως στο εξωκλήσι και ενώ βρισκόμουν λίγα μέτρα μακριά από την εκκλησία, βλέπω την Αγία σαν μοναχή να στέκεται απ’ έξω και να μου λέει:

– Έλα εδώ, Ιάκωβε, να σου μιλήσω!

Εγώ δείλιασα, κόπηκαν τα πόδια μου και της λέω:

– Φοβούμαι να έρθω κοντά σου. Πες μου από εδώ που στέκομαι, τι θέλεις να μου πεις. Κοντά σου φοβούμαι να έρθω.

Τότε μου λέει η Αγία:

– Γιατί με φοβάσαι; Εσύ τόσο καιρό έρχεσαι και περιποιείσαι την εκκλησία μου και μου ανάβεις τα καντήλια μου! Θέλω πολλά να σου πω. Ζήτησέ μου τι χάρη θέλεις από μένα, τι χάρισμα να σου δώσω.

Τότε της λέω:

– Να ρωτήσω την μητέρα μου και θα σου πω, και αμέσως γύρισα και έφυγα τρέχοντας για το σπίτι μου.

Λέω στην μητέρα μου ότι είδα την Αγία Παρασκευή και μου ζήτησε να της πω τι χάρη θέλω να μου κάνει.

– Είδες παιδί μου την Αγία Παρασκευή; Πως την είδες; Τι συνέβη ακριβώς; Με ρώτησε η μητέρα μου.

Αφού λοιπόν της εξήγησα λεπτομερώς τα γεγονότα, μου είπε:

– Παιδί μου, να ζητήσεις από την Αγία την τύχη σου να σου δώσει.

Το άλλο βράδυ πήγα στο εξωκκλήσι και βλέπω πάλι την Αγία σαν μοναχή να με περιμένει έξω από το ναό της. Στέκομαι λίγο μακριά και της λέω:

– Την τύχη μου θέλω να μου δώσεις.

Τότε η Αγία μου λέει:

– Η τύχη σου…; Στη ζωή σου θα δεις δόξες και τιμές πολλές και το χρυσάφι θα περνάει από τα χέρια σου (και έκανε μια κίνηση με το χέρι της η Αγία δείχνοντας τη μεγάλη ποσότητα, την αφθονία), αλλά δεν θα σ’ αγγίζει.

Και πράγματι, έλεγε ο γέροντας, αμέτρητα χρήματα πέρασαν από τα χέρια μου, αλλά όλα πήγαν στον προορισμό τους, στους πάσχοντες, στους φτωχούς, στους έχοντες ανάγκη. Και άλλα πολλά μου είπε η Αγία Παρασκευή και πάλι τρέχοντας γύρισα στο σπίτι μου».

Από μικρό παιδί ο Γέροντας αγαπούσε την ασκητική ζωή.

«Μ’ ευχαριστούσε» έλεγε, «να φεύγω από το σπίτι μου και να βγαίνω έξω στα βουνά˙εύρισκα σπηλιές και μέσα κεί προσευχόμουν…»Όταν κάποτε είχε αρρωστήσει με σοβαρό κρυολόγημα, από θαύμα του Αγίου Χαραλάμπους έγινε καλά.

«Είχαμε μια μικρή ασημένια εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους έως 600 ετών», έλεγε για το περιστατικό αυτό ο Γέροντας, «η μητέρα μου έκανε πολλή προσευχή και μετάνοιες παρακαλώντας τον Άγιο να γίνω καλά.

Τότε είδα ένα χέρι ιερέως να περνάει από πάνω από το κεφάλι μου και να με σταυρώνει στο στήθος… ήταν ο Άγιος Χαράλαμπος… και αμέσως είχα γίνει καλά».

Κι άλλη φορά πάλι που έπαθε σοβαρή δερματοπάθεια στα πέλματα των ποδιών του, παρακαλώντας ο ίδιος – μικρό παιδί τότε – την Παναγία είχε θεραπευτεί.

Ο μικρός Ιάκωβος στις προσευχές του δεν ξεχνούσε τους συγχωριανούς του. Πολλές φορές μάλιστα με τις παιδικές προσευχές του θαυματουργούσε, κάνοντας καλά δηλαδή ανθρώπους ασθενείς.

Είκοσι δύο ετών ο πατήρ Ιάκωβος έχασε τη μητέρα του που πολύ την αγαπούσε. «Παιδί μου Ιάκωβε» του είχε πει, «εγώ μετά τρεις μέρες θα φύγω…θα πεθάνω…εσύ παπάς να γίνεις…προστάτεψε την αδελφή σου, αποκατάστησε την και μετά πηγαίνεις…με την ευχή μου!»

Στα τριάντα του χρόνια, ο νεαρός Ιάκωβος αποφάσισε να γίνει μοναχός στους Αγίους Τόπους.

Πριν ξεκινήσει όμως θέλησε να ζητήσει την ευλογία και τη βοήθεια του Όσιου Δαβίδ για αυτό και επισκέφτηκε το μοναστήρι του.

Μόλις πλησίασε τα είδε όλα αλλαγμένα και μεγαλόπρεπα.

Έξω από τη μονή τον περίμενε ο Όσιος Δαβίδ, ως ένας σεβάσμιος Γέροντας. «Παιδί μου» του είπε «αυτά που βλέπεις είναι η πολιτεία των ασκητών…αν έμενες εδώ θα σου έδινα ένα σπιτάκι αλλά εσύ ήλθες να προσκυνήσεις και να φύγεις.»

“Γέροντα θα μείνω” είπε.

Και έμεινε.

Η κοινοβιακή ζωή στο μοναστήρι ήταν δύσκολη.

Ο Θεός δοκιμάζει τους ανθρώπους του κάποτε «σκληρά» και «ισόβια».

Όταν μάλιστα κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και ακινητοποιήθηκε στο κρεβάτι παρακάλεσε τον Άγιο Δαβίδ να τον βοηθήσει. Έτσι και έγινε. «’Ενιωσα τότε» ομολογούσε ο Γέροντας «να με ακουμπάει η γέρικη πλάτη ιερέως» Ήταν ο Όσιος.

Άλλοτε πάλι τον είχαν γιατρέψει από κατάγματα οι Άγιοι Ανάργυροι, τους οποίους ο Γέροντας είχε δει να τον επισκέπτονται και να τον θεραπεύουν.

Πολύ αγαπούσε ο Γέροντας την άσκηση.

Ακόμη και τα βράδια -μέσα στο πυκνό σκοτάδι- πήγαινε στο ασκητήριο του όσιου Δαβίδ και προσευχόταν. Επέστρεφε δε σχεδόν το πρωί. «’Ενα αστεράκι κατέβαινε από τον ουρανό και μου φώτιζε το μονοπάτι μπροστά μου» έλεγε ο Γέροντας «εκεί – πνευματικώ τω τρόπω – με περίμενε ο Όσιος».

Το Δεκέμβριο του 1952 ο πατήρ Ιάκωβος έγινε ιερέας.

Αρχίζοντας την ιερατική του ζωή ο Γέροντας στο μοναστήρι τελούσε τη Θεία Λειτουργία κάθε μέρα. «Έτσι» έλεγε «κοινωνώντας καθημερινά, ένιωθα τέτοια δύναμη μέσα μου που ήμουν σαν λιοντάρι…όλη την μέρα ούτε πεινούσα ούτε διψούσα…και έτσι εργαζόμουν ακούραστος, για την ανοικοδόμηση της μονής.»

Συχνά πήγαινε και στα χωριά.

Εξομολογούσε του κατοίκους, λειτουργούσε και βοηθούσε όσο μπορούσε τους άπορους αδελφούς του. Άδειαζε τα χέρια του και ο Θεός του τα γέμιζε ξανά.Το χρυσάφι περνούσε από τα χέρια του, όπως κάποτε του το είχε πει η Αγία Παρασκευή αλλά δεν έμενε. Γινόταν αγάπη, γινόταν χαρά, ανακούφιση, παρηγοριά, φροντίδα, τρόφιμα, φάρμακα…

Κάποτε είχε αρρωστήσει βαριά και τον έβαλαν στο νοσοκομείο για εγχείρηση.

Ο Γέροντας παρακαλούσε τους δύο αγαπημένους του Αγίους, Όσιο Δαβίδ και Όσιο Ιωάννη τον Ρώσο να τον βοηθήσουν όπως και έγινε. «Ήταν να φύγεις σήμερα» του είπαν μετά την εγχείρηση, αλλά τον άφησαν «για την αύριο».

Πηγή: diakonima.gr