Πριν από μερικές δεκαετίες ζούσε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους ένας πολύ απλός Γέροντας, ο π. Γεώργιος.
Έμενε μόνος του ηλικιωμένος και εγκαταλελειμμένος.
Κάποτε αποφάσισε να τον επισκεφθή γνωστός του μοναχός. Όταν πλησίασε στην γειτονική καλύβη, ρώτησε για τον Γέροντα, αλλά δεν τον είχαν ιδεί.
Έφθασε λοιπόν στην καλύβη με αγωνία και, όταν είδε ησυχία μεγάλη έξω και μέσα, ανησύχησε περισσότερο. Άρχισε να φωνάζει δυνατά και να χτυπάει την πόρτα, αλλά τίποτε.
Τελικά πίεσε την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει τον Γέροντα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του λέει:
— Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνεις; Ήλθα να σε ιδώ.
Εκείνος απήντησε πολύ στενοχωρημένος:
— Ευλογημένε μου, καλύτερα να μην ερχόσουν, γιατί μόλις μπήκες, μου έδιωξες τον άγιο Άγγελο που με υπηρετούσε.
Γι’ αυτό δεν σου άνοιγα. Άλλη φορά να μην έλθης, γιατί μου διώχνεις τον άγιο Άγγελο!
Έφυγε ο αδελφός για το Κελλί του, και έμεινε ό Γέροντας ξαπλωμένος στα σανίδια του κρεβατιού, τελείως μεν εγκαταλελειμμένος από τους ανθρώπους, αλλά για να έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ο Θεός τον αξίωσε να υπηρετείται από Αγγέλους.