«Έφυγε» από την ζωή ο Δημήτρης Ηλιόπουλος

«Νυν απολύεις τον δούλο σου Δέσποτα και τάξον αυτόν εν τόπωφωτεινώ εν τόπωχλοερώ, εν τόπωαναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη ή στεναγμός». Με τα παρακλητικά αυτά προς τον ‘Υψιστο Δημιουργό λόγια, ο εκκλησιαστικός Υμνωδός αποχαιρετά τον νεκρό από την επίγεια ζωή του.

Νωρίς τα βράδυ της Κυριακής έφυγε από την ζωή ο Δημήτρης Ηλιόπουλος σε ηλικία 77 ετών. Ο θάνατός που οφείλεται σε καρδιακή ανακοπή βύθισε στη θλίψη την οικογένεια και τους φίλους του καθώς ο εκλιπών ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην κοινωνία της Ηλείας, της δεύτερης πατρίδας του όπως χαρακτηριστικά έλεγε.

Γεννήθηκε στην Αετοφωλιά Μεσσηνίας όπου παρέμεινε μέχρι τα Γυμνασιακά του χρόνια. Συνέχισε τις σπουδές του στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως καθηγητής στην ΣΕΛΕΤΕ, ενώ επιστρέφοντας στην Ηλεία εργάστηκε ως καθηγητής στον Ίππαρχο και στην συνέχεια διορίστηκε στον ΟΑΕΔ όπου με το συνεργείο του κατασκεύασε πολλά μεγάλα έργα στην Ηλεία

Το 1970 με υποτροφία στο Βέλγιο πήρε το μεταπτυχιακό του ενώ επιστρέφοντας στην Ελλάδα διετέλεσε προϊστάμενος μαθητείας για πολλά χρόνια στον ΟΑΕΔ και συνταξιοδοτήθηκε από την θέση του διευθυντή ΚΕΤΕΚ Πύργου.

Πέρα από την άρτια υπηρεσιακή του κατάρτιση, που δεν άφηνε κανένα κενό ούτε ατέλεια σε αυτό που αναλάμβανε να διεκπεραιώσει, ήταν και ένα ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο άτομο και μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα.

Με τα ίδια αυτά θετικά στοιχεία δημιούργησε και στήριξε την υπέροχη οικογένειά του, με βαθιά ριζωμένη την αγάπη του προς την σύζυγο του, τα παιδιά του και τα εγγόνια του.

Ήταν παντρεμένος με την Κωνσταντίνα Ηλιοπούλου συνταξιούχο, πλέον του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Απέκτησαν μαζί τέσσερα παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Χαρτογραφώντας την πορεία στην επίγεια ζωή του, θα έλεγε κάποιος ότι υπήρξε ένας ηθικός και σωστός σύζυγος καθώς και στοργικός πατέρας και παππούς.

Το τελευταίο αντίο σ’ αυτό τον υπέροχο άνθρωπο θα το πούμε σήμερα στις 3.30 το μεσημέρι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στον Πύργο (η σωρός του θα βρίσκεται στο ναό μία ώρα πριν).

ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΓΙΟΥΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΥ ΤΟΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ..

Α ρε μπαμπά… Λίγο ακόμα ήθελα

Είναι κάποιες στιγμές που σημαδεύουν ανεξίτηλα τη ζωή ενός ανθρώπου. Μια από αυτές είναι για μένα ο θάνατος του μπαμπά μου. Το πρώτο που καταλαβαίνω είναι πως ποτέ δεν είσαι έτοιμος για την απώλεια του πατέρα σου.

Ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη για το διαφορετικό περιεχόμενο της σημερινής στήλης, αλλά αυτά που μέχρι χθες απορροφούσαν την προσοχή μου ξαφνικά φαντάζουν μικρά.

Ο Έβρος, ο υβριδικός πόλεμος, το μεταναστευτικό, ο κορονοιόςκαι τα άλλα σημαντικά ζητήματα της επικαιρότητας εύλογα απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Όμως, στο δικό μου μυαλό υπάρχει μόνο η απώλεια του πατέρα μου. Με την ελπίδα ότι ο σεβασμός και η αναγνώριση στον γονιό που προσέφερε τόσα στο παιδί του εκφράζουν τους περισσότερους, τολμώ να κλέψω λίγη από την υπομονή του αναγνώστη, εκφράζοντας εκ των προτέρων ένα ευχαριστώ σε όσους επιλέξουν να με υποστούν και να μοιραστούν τις προσωπικές αυτές σκέψεις.

Το γράψιμο ήταν ανέκαθεν η φυγή μου, η λύτρωση από μία αδυσώπητη πραγματικότητα.

Είναι μία μαγική διαδικασία η οποία με ωθεί να καταγράφω τις σκέψεις μου σε ένα χαρτί και να απελευθερώνομαι από τα δυσάρεστα συναισθήματα. Σ αυτό καταφεύγω κι τώρα αναζητώντας λίγη παρηγοριά..

Ο πατέρας μου όπως πολλοί θα έλεγαν έφυγε πλήρης ημερών. Δεν είχε παράπονο. Έζησε μια καλή ζωή. Το έλεγε και ο ίδιος. Τις τελευταίες εβδομάδες, το αλάνθαστο βιολογικό ένστικτο τον προειδοποιούσε ότι πλησιάζει το τέλος. Άρχισε να μας λέει ότι είχε κουραστεί. Ότι είχε φθάσει ο καιρός να φύγει. Κι μας έκανε πλάκα μ’ αυτό. Τραγουδούσε και πείραζε τη μάνα μας μέχρι την τελευταία ανάσα… Κοιμήθηκε ήσυχα, αφήνοντας σε μας που τον αγαπούσαμε τη ζεστή εικόνα και όμορφες αναμνήσεις δεκαετιών. Πάνω από όλα εγώ θα κρατήσω τις αναρίθμητες ζεστές ευχές που μου έδινε καθημερινά, είτε όταν τον έπαιρνα αγκαλιά είτε όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο. «Να έχεις πάντα την ευχή μου» μου έλεγε συνεχώς. Ξέρω ότι ήμουν το παν γι’ αυτόν, – όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά τα παιδιά (κι όχι μόνο αυτά που γέννησε) και τα τέσσερα εγγόνια το. Κι όπως και αυτός γνωρίζει, εκεί που ξεκουράζεται τώρα, ότι τον αγαπούσα τον αγαπώ και θα τον αγαπώ για πάντα.

Με λάτρευε και ήταν υπερήφανος για μένα. Συχνά σε βαθμό υπερβολικό, που με ενοχλούσε. Κρατούσε στο σακάκι του φωτογραφίες μου ή ακόμη και άρθρα μου, τα οποία έδειχνε στους συνομιλητές του. Τους ρωτούσε «είδες την κόρη μου, άκουσες τι είπε, διάβασες τι έγραψε», ενέργειες που προκαλούσαν την έντονη αντίδρασή μου. Αλλά τώρα τα βλέπω όλα μέσα από διαφορετικό πρίσμα.

Η αλήθεια πως για αρκετά χρόνια είχε προβλήματα υγείας. Σοβαρά προβλήματα που όποιον άλλον θα τον τρόμαζαν. Όχι όμως το μπαμπά μου. Τα αντιμετώπισε όλα με χιούμορ, αντιδραστικά. Κόντρα σε γιατρούς και σε προβλέψεις. Έφυγε χορτασμένος από τη ζωή και μαγκιά του..

Μόνο τους τελευταίους μήνες έκανε ό, τι του λέγαμε, χωρίς να φέρνει αντίρρηση. Μέχρι σωστή διατροφή «χωρίς παρασπονδίες» όπως έλεγε…

Ήταν χαρούμενος για τα παιδιά του. Ένιωθε ευτυχισμένος που μπόρεσε να δει τέσσερα εγγόνια, τα οποία λάτρευε. Μπορώ να σα μιλώ για ώρες για τις στιγμές με τα εγγόνια του …

Αλλά η πιο γλυκιά ανάμνηση που μου άφησε ήταν ο απίστευτα ζεστός τρόπος που φερόταν στη μητέρα μου, η οποία, στον μισό αιώνα που έζησαν μαζί, πέρασε αρκετά. «Σε είχα πάντα στην καρδιά μου», της εξομολογήθηκε (τον περασμένο Αύγουστο όταν γιορτάσαμε τα 50 χρόνια του γάμου τους) με την αθωότητα και την αφοπλιστική ειλικρίνεια που γεννά το επερχόμενο τέλος και τη φίλησε με στοργή.

Τον ευχαριστώ για όσα έκανε για μένα, για μας, του εύχομαι καλή ξεκούραση στη γειτονιά των αγγέλων και το μόνο που μπορώ να του υποσχεθώ είναι ότι θα προσπαθήσω και εγώ να κάνω το καλύτερο για τα δικά μου παιδιά. Και θα τους λέω πάντα πόσο τα αγαπούσε ο παππούς τους…

Σε ευχαριστώ μπαμπά για ακόμη μια φορά.. Για όλα…!!!

Που με μεγάλωσες σαν πριγκίπισσα και με έμαθες να συμπεριφέρομαι σαν πριγκίπισσα ακόμα και όταν οι καταστάσεις δεν το επέτρεπαν.

Που με έμαθες να παλεύω και να μην το βάζω κάτω.

Να ονειρεύομαι, να ελπίζω και να προχωρώ.

Ότι και να γίνει,με κάθε τίμημα..

Που με έμαθες να κάνω πάντα το δικό μου και ας τρώω τα μούτρα μου.

Σ’ ευχαριστώ…

Όταν «έφυγες» μπαμπά, όλα άλλαξαν. Απότομα. Όπως ακριβώς έφυγες..

Όταν «έφυγες» μπαμπά βάλαμε μαύρα..

Όταν «έφυγες» μπαμπά έπαψα να είμαι η κόρη σου. Έγινα η κόρη του μακαρίτη. Όλοι θέλουν να μου μιλάνε για σένα.. Χαμογελώ γιατί ξέρω πως αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο.

Μετά εξαφανίζομαι για λίγο.

Κρύβομαι κάπου και κλαίω.Μόνη μου.

Έτσι, γιατί μου λείπεις,

Αχ ρε μπαμπά.. Λίγο ακόμα ήθελα.

Λίγο πιο πολύ τώρα.

Τώρα που σε θέλω εδώ να σου μιλήσω. Τώρα που θέλω να σου πω πόσο δίκιο είχες όταν μου έλεγες «άσε τους νεκρούς να προχωρούν».

Τώρα που θέλω να κλάψω χωρίς να καμουφλάρω τα δάκρυα…

Γιούλη Ηλιοπούλου

Πηγή: patrisnews.com