Μία από τις παλαιές παραδόσεις του Γένους μας είναι και η αμοιβαιότητα Εκκλησίας και Πολιτείας, η «συναλληλία», όπως ονομαζόταν από τα χρόνια του Βυζαντίου.
Σ’ αυτήν την αμοιβαιότητα η παράδοσή μας επισημαίνει το μοναδικό ρόλο της παρουσίας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άβαρους, κατά το έτος 626 μ.Χ., ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε στην συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του.
Γι’ αυτό και ο υμνογράφος χαρακτηρίζει την Παναγία ως τον ασάλευτο πύργο της Εκκλησίας και ταυτόχρονα το απόρθητον τείχος της βασιλείας, δηλαδή της πολιτείας. Και οι δύο εικόνες είναι παρμένες από την πολιορκία. Από τον πύργο πολεμούν οι στρατιώτες τον εχθρό. Το τείχος προφυλάσσει την πόλη και, επομένως, τους πολίτες από τις επιθέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με πόλεμο.
Εχθρός της Εκκλησίας είναι ο πειρασμός, είναι ο διάβολος, είναι ένας αντίθεος πολιτισμός, ο οποίος θεωρεί ότι η Εκκλησία δεν έχει λόγο ύπαρξης, καθότι ο άνθρωπος υπάρχει για το μηδέν, για το τίποτα, και το μόνο που χρειάζεται σ’ αυτήν την ζωή είναι να περνάει καλά, να μετέχει των υλικών αγαθών, να αναστέλλει τον θάνατο, να ζει για τις σωματικές του ανάγκες.
Εχθρός της Εκκλησίας είναι κάθε έλλειμα αγάπης. Η Εκκλησία όμως στηρίζεται στην Παναγία, η οποία είναι ο ασάλευτος πύργος της.
Στέκεται η Παναγία ενώπιον του πειρασμού και τον αποκρούει με όπλα της την πίστη στον Θεό, την υπακοή στο θέλημά Του, την βεβαιότητα της αναστάσεως, την αυταπάρνηση, την προσευχή ως επίγνωση των μέτρων της, την χαρά για το ότι έγινε μάνα του Θεού και μάνα όλων των ανθρώπων, κυρίως όμως την αγάπη της για όλους!
Τα όπλα αυτά αποκρούουν την λύπη του θανάτου και τον φόβο του εκμηδενισμού, την κακία, το μίσος και την απελπισία!
Τα όπλα αυτά αποκρούουν το μήνυμα της ζωής ως επιβίωσης και μόνο και την καθιστούν πορεία προς την αλήθεια της αιωνιότητας!
Μπορεί να χρειαστεί και η μαρτυρία να γίνει μαρτύριο, είτε του αίματος είτε της συνειδήσεως. Ακόμη κι έτσι όμως, όποιος ακολουθεί την Παναγία ως Υπέρμαχο Στρατηγό γνωρίζει και γιατί ζει και γιατί παλεύει!
Εχθρός της πολιτείας είναι η αποθέωση της δύναμης. Επειδή η πολιτεία έχει στα χέρια της την εξουσία, την βία, τον νόμο, δεν είναι δύσκολο να χάσει το μέτρο.
Να μεθύσει τόσο ώστε να αισθανθεί ότι στα χέρια της βρίσκονται οι ζωές των ανθρώπων, όχι μόνο ως προς την επιβίωσή τους, κάτι για το οποίο έχει εξουσιοδοτηθεί, αλλά και ως προς το νόημα της ζωής τους.
Έτσι η πολιτεία, όπως καλείται να εξοπλιστεί εναντίον των εχθρών της, που μπορεί να είναι αλλόφυλοι ή όσοι δεν αποδέχονται τις αρχές της και προκαλούν επανάσταση που αποβαίνει εις βάρος των πολιτών-μελών της, καλείται να εξοπλιστεί και με άλλες αρχές, όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ανθρώπων να αυτοδιατίθενται, όταν δεν βλάπτουν τους άλλους, να έχουν άποψη, ακόμη κι αν αυτή είναι αντίθετη με την λογική των πολλών, να αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους.
Κυρίως όμως η πολιτεία υγιαίνει όταν αφήνει περιθώριο στην πίστη του ανθρώπου στον Θεό να συντροφεύσει την λογική.
Έτσι συνδέθηκε η πολιτεία του Βυζαντίου με την Παναγία. Οι στρατιώτες είχαν τα όπλα τους και πολεμούσαν. Η πολιτεία όμως επικαλέστηκε και την βοήθεια της Παναγίας. Άφησε την εικόνα να περιτρέχει τα τείχη, δίνοντας δύναμη στους υπερασπιστές. Και η Παναγία έκανε το θαύμα της και με τον ανεμοστρόβιλο!
Η παράδοση του ελληνικού Βυζαντίου, της Ρωμανίας μας, στηρίχτηκε σ’ αυτήν την συναλληλία, στην οποία η Παναγία ήταν η εγγυήτρια. Κάποια στιγμή ακούστηκε και το «είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει».
Την ίδια στιγμή όμως ο λαϊκός βάρδος προσθέτει: «σώπασε κυρα-Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι».
Ο λαός μας δεν έχασε αυτή την εμπιστοσύνη στην Παναγία ως εγγυήτρια.
Γι’ αυτό και κράτησε την Παναγία στην καρδιά του ως εχέγγυο της ελληνικότητάς του, της διαφορετικότητάς του από τους κατακτητές, ως εχέγγυο της ελεύθερης ψυχής.
Και όταν ήρθε η ώρα, συνέδεσε τον αγώνα της Παλιγγενεσίας του το 1821 με την εορτή του Ευαγγελισμού, με την Μητέρα του Θεού και μητέρα όλων μας.
Στις μέρες μας, παγωμένοι από τα γεγονότα, βλέπουμε έναν κόσμο στον οποίο να επικρατεί και πάλι ο φόβος του θανάτου, ο φόβος που ενσπείρει ο πειρασμός για τον μηδενισμό της ύπαρξης.
Μήπως είναι καιρός να ξαναβρούμε αυτήν την σύνδεση αυθεντικής «συναλληλίας» Εκκλησίας και Πολιτείας, αφήνοντας κατά μέρος μονομέρειες που μαρτυρούν απουσία σεβασμού στην παράδοση του λαού μας και να ισορροπήσουμε, όσο είναι δυνατόν, έστω και στα πλέον αναγκαία, προκειμένου να δείξουμε ότι αυτό που οι περισσότεροι επιδιώκουν, την αμοιβαιότητα, μπορούμε να το πραγματώσουμε;
Η Εκκλησία δεν έπαψε να δείχνει το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου ως την στρατηγό μας σε κάθε πόλεμο. Η Παναγία δίνει δύναμη. Ας μην το αγνοήσουμε!
Πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός, Δρ. Θεολογίας
Πηγή: themistoklismourtzanos.blogspot.com