Ο πυλώνας της νέας θρησκείας που έβαλε σκοπό να την εξαπλώσει στους Έλληνες.
Ο κορυφαίος των πρωτεργατών της χριστιανοσύνης και η μεγαλύτερη ίσως προσωπικότητα της πρώιμης εποχής της νέας πίστης αναγνωρίζεται ως Ισαπόστολος από την Ορθόδοξη Εκκλησία για τις υπηρεσίες του στη διάδοση και εδραίωση του χριστιανισμού.
Ο Απόστολος των Εθνών όργωσε την Ελλάδα μεταφέροντας το θείο μήνυμα του Ιησού από τη Ναζαρέτ και έγραψε τα μισά περίπου πατερικά κείμενα στην προσπάθεια να πείσει τους εθνικούς και τους αλλόδοξους για την αλήθεια της αναστάσιμης διδασκαλίας του Θεανθρώπου.
Ο μέγας αυτός Απόστολος της χριστιανικής πίστης δεν ανήκε στη χορεία των Δώδεκα Αποστόλων, καθώς δεν γνώρισε ποτέ τον Ιησού κατά την επίγεια πορεία του, και ήταν μάλιστα αρχικά σφοδρός πολέμιος των κηρυγμάτων του Ναζωραίου. Ο Παύλος ασπάστηκε τον χριστιανισμό μέσω οράματος, όταν αναδείχθηκε σε έναν από τους ηγέτες του νέου δόγματος μεταφέροντας ακάματα τον οικουμενικό χαρακτήρα του σε Μικρά Ασία, Ελλάδα και Δύση. Η σημαντικότητά του αναγνωρίζεται από όλες τις χριστιανικές ομολογίες ως ο «Πρώτος μετά τον Έναν», ο σημαντικότερος άντρας επί γης δηλαδή μετά τον Χριστό, του οποίου ήταν εξάλλου «πολύτιμο σκεύος».
Ο χαρακτηρισμός είναι δίκαιος, διότι ο μέγας αυτός κήρυκας προσέφερε στην Εκκλησία του Χριστού την πιο ανεκτίμητη υπηρεσία, ως ο άμεσος θεμελιωτής της στα τότε γνωστά έθνη. Λέγεται συχνά ότι χωρίς τον Παύλο η νέα θρησκεία δεν θα εγκαθιδρυόταν ποτέ ή όχι τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο, καθώς αυτός ανέλαβε να εκτελέσει προσωπικά την εντολή του Ιησού στους μαθητές του «πορευθέντες μαθησεύσατε πάντα τα έθνη», όταν επιδόθηκε σε μια προσωπική σταυροφορία για την εξάπλωση του χριστιανισμού που τέλος δεν θα γνώριζε. Άνθρωπος μορφωμένος και άριστος γνώστης της ελληνικής γλώσσας, ο Παύλος μεταλαμπάδευσε τις αρχές του χριστιανισμού στη Δύση επιδεικνύοντας μια πρωτόγνωρη μαχητικότητα αλλά και μια ασίγαστη αγωνιστικότητα που μάλλον δεν έχει όμοιό της στην πρώιμη χριστιανική ιστορία. Υπολογίζεται πως κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων αποστολικών περιοδειών του διάνυσε περισσότερα από 4.000 χιλιόμετρα, αντιμετωπίζοντας εχθρικές συνθήκες που ο ίδιος περιγράφει ως εξής: «Με χτύπησαν με αγριότητα, φυλακίστηκα, κινδύνεψα πολλές φορές να θανατωθώ. Πέντε φορές μαστιγώθηκα από Ιουδαίους με τα τριάντα εννιά μαστιγώματα. Τρεις φορές με τιμώρησαν με ραβδισμούς, μία φορά με λιθοβόλησαν, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έμεινα ναυαγός στο πέλαγος. Έκανα πολλές κοπιαστικές οδοιπορίες, διάβηκα επικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα από ληστές, κινδύνεψα από τους ομογενείς μου Ιουδαίους, κινδύνεψα από τους εθνικούς. Πέρασα κινδύνους σε πόλεις, κινδύνους σε ερημιές, κινδύνους στη θάλασσα, κινδύνεψα από ανθρώπους που υποκρίνονταν τους αδερφούς. Ξαγρύπνησα πολλές φορές, πείνασα, δίψασα, πολλές φορές μου έλειψε εντελώς το φαγητό, ξεπάγιαζα και δεν είχα ρούχα να φορέσω. Εκτός από τα άλλα είχα και την καθημερινή πίεση των εχθρών μου και τη φροντίδα για όλες τις εκκλησίες» (Προς Κορινθίους Β’: 11, 23-28). Ο Παύλος πέρασε τη ζωή του στον δρόμο, πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα, μη μένοντας πουθενά περισσότερο από τρία χρόνια. Παρά τη δημοτικότητά του βέβαια και τις απίστευτες θεωρητικές μάχες που έδωσε, όλες οι πληροφορίες για τον βίο του προέρχονται από την Καινή Διαθήκη (Πράξεις των Αποστόλων) αλλά και τις δικές του Επιστολές, κι έτσι η ανασυγκρότηση του βίου του δεν τυγχάνει καθολικής ιστορικής συναίνεσης…
Πρώτα χρόνια
Ο Παύλος (ή Σαούλ στα εβραϊκά) γεννιέται στην Ταρσό της Κιλικίας κάπου μεταξύ 5-15 μ.Χ. (σύμφωνα με τους βιβλικούς μελετητές) μέσα σε εβραϊκή οικογένεια της φυλής Βενιαμίν. Ο πατέρας του αναγνωριζόταν ως ρωμαίος πολίτης, γεγονός που υποδεικνύει ότι πρέπει να ήταν μέλος της αριστοκρατίας της πόλης, απ’ όπου θα πάρει εξάλλου ο Σαούλ (ή Σαύλος στα ελληνικά) το ρωμαϊκό όνομά του, Παύλος (Πάουλους). Μεγαλώνοντας στην Ταρσό, το σημαντικότατο κέντρο για τις τέχνες και τα ελληνιστικά γράμματα της εποχής αλλά και έδρα πολλών στωικών φιλοσόφων, ο Παύλος έρχεται σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και τις ανατολίτικες επιδράσεις, όντας μέγας γνώστης των παραδόσεων των εθνικών και της ελληνικής μυθολογίας. Λαμβάνοντας αυστηρή ραβινική ανατροφή και υψηλή γενική παιδεία, μετακομίζει περί το 34 μ.Χ. στην Ιερουσαλήμ για να μαθητεύσει δίπλα στον μεγάλο ραβίνο και νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ (Πράξ. 22,3), απ’ όπου θα ξεπηδήσει διαπρεπής ραβίνος και σπουδαίος μελετητής της ιουδαϊκής διδασκαλίας. Όπως εξάλλου ομολογεί και ο ίδιος, ήταν «περισσότερο ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων» και διέπρεπε μάλιστα μεταξύ των συνομηλίκων του (Γαλ. 1:14 και Πράξ. 26:4).
Ο Παύλος γνώριζε άριστα ελληνικά και ήταν πια ένας από τους σοφούς της εβραϊκής θεολογίας, την ίδια ώρα που κατά τα ήθη της εποχής εξασκούσε και μια τέχνη, αυτή του σκηνοποιού. Στα πρώτα αυτά χρόνια είναι σφοδρός πολέμιος του χριστιανισμού και παίρνει μάλιστα μέρος στον λιθοβολισμό του Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, ενώ αργότερα, μαθαίνοντας για την κοινότητα των Πρωτοχριστιανών της Δαμασκού, συστήνει ένα απόσπασμα με σκοπό να συλλάβει τους ιουδαίους που είχαν αλλαξοπιστήσει για να δικαστούν στην Ιερουσαλήμ.
Ο φανατισμένος αυτός διώκτης των χριστιανών («Σαύλος ελυμαίνετο την εκκλησίαν κατά τους οίκους εισπορευόμενος, σύρων τε άνδρας και γυναίκας παρεδίδου εις φυλακήν» – Πραξ. 8,3) είναι καθ’ οδόν για τη Δαμασκό όταν θα λάβει χώρα το γεγονός που θα τον μεταστρέψει στον χριστιανισμό…
Ο Παύλος χριστιανός
Πηγαίνοντας λοιπόν καβάλα στο άλογό του να συλλάβει τους ιουδαίους προσήλυτους της Δαμασκού περί το 36 π.Χ., ο Παύλος βλέπει μια τρομερή λάμψη που τον ρίχνει στο έδαφος και μια φωνή ακούγεται να του λέει: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις;». Κατατρομαγμένος ο Παύλος ρωτά: «Τις ει, Κύριε;», για να πάρει την απάντηση: «Εγώ ειμι Ιησούς ον συ διώκεις, αλλά ανάστηθι και είσελθε εις την πόλιν, και λαληθήσεται σοι τι σε δει ποιείν». Ο Παύλος είδε ολοζώντανο τον Χριστό να τον καλεί: «Σήκω επάνω, Σαούλ, και πήγαινε στη Δαμασκό. Εκεί θα μάθεις τι πρέπει να κάμεις». Ο Παύλος σηκώθηκε, όπως μας πληροφορούν οι Πράξεις (9:1-29, 22:3-21 και 26:9-21), αλλά τώρα είναι τυφλός. Η συνοδεία του τον οδήγησε στη Δαμασκό και τον άφησε στον Ιούδα, όπου έμεινε τρεις ημέρες νηστικός και τυφλός, όταν την τρίτη μέρα πήγε και τον βρήκε ο Ανανίας λέγοντάς του: «Σαούλ, αδελφέ μου, παρουσιάσθηκε σε μένα ο Χριστός και με διέταξε να έλθω να σε γιατρέψω». Ο Ανανίας άγγιξε το κεφάλι του Παύλου και αμέσως βρήκε το φως του. Από τρομερός διώκτης του χριστιανισμού έγινε ο θερμότερος κήρυκας του Ευαγγελίου!
Ο ίδιος ομολογεί σε πολλές Επιστολές του (Γαλάτ. 1:13 εξ., Α’ Κορ. 11:1 και 15:8, Φιλιππ. 3:12, Έφεσ. 3:3) ότι ο Θεός τον προόριζε για απόστολό του «εκ κοιλίας μητρός του», κι έτσι ο Παύλος μετέτρεψε τον ζήλο του για τον Μωσαϊκό Νόμο σε πάθος για τη διάδοση του μηνύματος του Ιησού. Ο Παύλος, βαφτισμένος τώρα χριστιανός, ξεχύνεται στους δρόμους και τις συναγωγές της Δαμασκού κηρύττοντας τη διδασκαλία του Χριστού («ευθέως εν ταις συναγωγαίς εκήρυσσεν τον Ιησούν ότι ούτος εστίν ο υιός του Θεού» – Πράξ. 9:20). Τώρα όμως είναι κι αυτός εχθρός του καθεστώτος και φυγαδεύεται νύχτα από τη Δαμασκό για να γλιτώσει τις διώξεις…
Χριστιανική δράση και περιοδείες
Ο Παύλος επιστρέφει στην Ιερουσαλήμ για να κηρύξει τον λόγο του Ιησού, συναντώντας φυσικά τη μήνη του ιερατείου. Εκεί θα γνωρίσει ωστόσο τον Πέτρο, αν και σύντομα θα αναγκαστεί να διαφύγει από την πόλη και περνώντας από την Καισάρεια, επιστρέφει στην Ταρσό, με σκοπό να εκχριστιανίσει τους εθνικούς. Στην Ταρσό θα περάσει τα επόμενα χρόνια, χωρίς να έχουμε πληροφορίες για την περίοδο που περνά «εις τα κλίματα της Συρίας και Κιλικίας» (Γαλάτ. 1:21) και κάποια στιγμή, έχοντας στο πλευρό του τον Βαρνάβα και συχνά και τον Ευαγγελιστή Μάρκο, ξεκινά για την πρώτη του αποστολική περιοδεία, η περιγράφεται διεξοδικά στο 13ο και 14ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων. Πρώτος σταθμός η Αντιόχεια της Συρίας, όπου οι οπαδοί της Εκκλησίας του Χριστού ονομάζονται για πρώτη φορά «Χριστιανοί». Ο Παύλος καταστρώνει τα σχέδιά του για τη διάδοση και την εξάπλωση του χριστιανισμού διαλέγοντας προσεκτικά πόλεις-κέντρα της εποχής. Στην πρώτη του περιοδεία, που ξεκινά πιθανότατα το 45 μ.Χ., πηγαίνει στη Σελεύκεια, όπου κηρύττει το χριστιανικό μήνυμα και ιδρύει εκκλησίες, και κατόπιν περνά στην Κύπρο (Πάφο), όπου μεταστρέφει στον χριστιανισμό τον ρωμαίο διοικητή Σέργιο Παύλο. Αργότερα (47-48 μ.Χ.) θα οργώσει τη Μικρά Ασία, με παρέα τον Ευαγγελιστή Λουκά, από την Πέργη και το Ικόνιο μέχρι τα Λύστρα και τη Δέρβη, και το 48 μ.Χ. θα επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ για να λάβει μέρος στην Αποστολική Σύνοδο, που κλήθηκε να εξετάσει το φλέγον ζήτημα της περιτομής. Παρά τις αντιδράσεις των Αρχών και τις διώξεις του, το κήρυγμά του σημείωσε επιτυχία, καθώς απ’ όπου πέρασε ιδρύθηκαν χριστιανικές εκκλησίες και βρήκε λαϊκό έρεισμα το μήνυμά του. Η πρώτη αποστολική αυτή περιοδεία του Παύλου σηματοδοτεί την παρθενική εξόρμηση του χριστιανισμού έξω από τα όρια της Ιουδαίας. Το 49 μ.Χ. θα βρει τον Παύλο ξανά στον δρόμο, ξεκινώντας και πάλι από το πρώτο χριστιανικό κέντρο της εποχής, την Αντιόχεια. Και πάλι με τον Λουκά στο πλευρό του, περιηγήθηκε στη Μικρά Ασία φτάνοντας αυτή τη φορά ως την Τροία, απ’ όπου πέρασε στον ελλαδικό χώρα: από την Καβάλα (Νεάπολη) στους Φιλίππους, όπου ιδρύει την πρώτη εκκλησία της Ευρώπης. Ακολουθώντας την Εγνατία Οδό, καταφτάνει στη Θεσσαλονίκη, όπου καταδιώκεται, και περνά μετά στη Βέροια, όπου θα παραμείνει για σύντομο διάστημα καθώς δεν έτυχε καλής υποδοχής. Ο στόχος του είναι τώρα η Αθήνα!
Εκεί θα κηρύξει το 51 μ.Χ. τον λόγο του Χριστού στον Άρειο Πάγο και θα μεταστρέψει στον χριστιανισμό τον δικαστή Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, αν και η αθηναϊκή αποστολή μόνο επιτυχημένη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το μορφωμένο κοινό της Αθήνας αντιμετωπίζει τον Απόστολο με βαθύ σκεπτικισμό («ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου») και ιδιαίτερα τους ισχυρισμούς του περί αναστάσεως των νεκρών. Η φιλοσοφική παιδεία του αθηναϊκού ακροατηρίου των στωικών και επικούρειων δεν μπορεί να δεχθεί τα υπερφυσικά λεγόμενα του Παύλου και τελικά καμία εκκλησία δεν ιδρύεται στην Αθήνα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να πέρασε από δίκη ο Παύλος για τα «ξένα δαιμόνια» που κήρυττε στην Αθήνα, αν και η περίπτωσή του θεωρήθηκε μάλλον ανάξια περαιτέρω διερεύνησης. Όταν ολοκληρώθηκε η αθηναϊκή εκστρατεία, ο Παύλος θα καταλήξει τελικά στην Έφεσο περνώντας πρώτα από την Κόρινθο, όπου θα παραμείνει για ενάμιση χρόνο (52 μ.Χ.) και θα γράψει τις δύο περίφημες Επιστολές προς Θεσσαλονικείς. Η δεύτερη αποστολή του ολοκληρώνεται με σχετική επιτυχία, καθώς έχει ιδρύσει εκκλησίες στη Μικρά Ασία και την Ελλάδα, την ίδια ώρα που στην Κόρινθο υπάρχει πια σοβαρή χριστιανική κοινότητα.
Η τρίτη περιοδεία του ξεκινά πιθανότατα το 56 μ.Χ., όταν όργωσε και πάλι τη Μικρά Ασία και πέρασε ξανά στην Ελλάδα, τη Μακεδονία και την Κόρινθο (όπου συντάσσει την Προς Ρωμαίους Επιστολή), επιστρέφοντας κάποια στιγμή στην Έφεσο, όπου θα φυλακιστεί για ένα διάστημα γράφοντας αρκετές από τις μεγάλες Επιστολές του (προς Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα και Εφεσίους). Μετά επιστρέφει για άγνωστο λόγο στην εχθρική γι’ αυτόν Ιερουσαλήμ, την εποχή μάλιστα που προγραμματίζει ταξίδι στην Ισπανία, όπου θα συλληφθεί ως ταραχοποιός. Ο Παύλος στέλνεται φυλακισμένος στην Καισάρεια, όπου θα παραμείνει για δύο χρόνια, ζητώντας ως ρωμαίος πολίτης να δικαστεί στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Το αίτημά του εγκρίνεται και αναχωρεί με συνοδεία για τη Ρώμη, αν και το καράβι ναυαγεί στη Μάλτα (Μελίτη), όπου θα παραμείνει για τρεις μήνες. Στην Αιώνια Πόλη θα φτάσει πράγματι ο Παύλος, όπου θα τεθεί σε κατ’ οίκον περιορισμό για δύο χρόνια, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του.
Εδώ τελειώνει η διήγηση των Πράξεων για τη ζωή του, κι έτσι όσα ακολουθούν αποτελούν αντικείμενο ιστορικής διαμάχης. Η περιπέτεια της φυλάκισής του στη Ρώμη τελειώνει πιθανότατα με την αθώωση και την απελευθέρωσή του, όταν θα επιδοθεί στην τέταρτη και τελευταία περιοδεία του σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας, την Κρήτη, την Κόρινθο, τη Μακεδονία και την Ήπειρο τελικά (66 μ.Χ.), αφού βέβαια πραγματοποίησε το όνειρό του να κηρύξει τον λόγο του Χριστού σε Ισπανία (νότιο τμήμα) και Γαλλία (επίσης στα νότια)…
Μαρτυρικός θάνατος
Κατάκοπος και τσακισμένος από τις κακουχίες και τις περιπέτειες, ο Παύλος επιστρέφει και πάλι ανεξήγητα στην εχθρική Ρώμη, παρά το γεγονός ότι ο Νέρωνας είχε ήδη κηρύξει τον χριστιανικό διωγμό του. Ο Παύλος συνειδητοποιεί το τέλος του και γράφει στον αγαπημένο του μαθητή και συνοδοιπόρο Τιμόθεο: «εγώ ήδη σπένδομαι και ο καιρός της εμής αναλύσεως εφέστηκε» (Β΄ Τιμ. 4,6-8). Είμαστε στο 67 μ.Χ. όταν ο Παύλος επιστρέφει στη Ρώμη και πιθανότατα συναντιέται για τελευταία φορά με τον Πέτρο. Ο Νέρωνας τον φυλακίζει κάτω από εντελώς διαφορετικές αυτή τη φορά συνθήκες και μέσα από το κελί ο Παύλος συντάσσει την τελευταία από τις 14 Επιστολές του, το κύκνειο άσμα του Προς Τιμόθεον Επιστολή Β’.
Ο μαρτυρικός του θάνατος θα έρθει το 67 ή το 68 μ.Χ., έπειτα από νέα δίκη του ως ρωμαίος πολίτης: ο Παύλος αποκεφαλίστηκε χωρίς προηγουμένως να βασανιστεί, καθώς ο νόμος απαγόρευε τους βασανισμούς στους ρωμαίους πολίτες. Η τιτάνια ιεραποστολική αποστολή της μεγαλύτερης ίσως προσωπικότητας των πρώτων στιγμών του χριστιανισμού πήρε έτσι τέλος, αν και το έργο του έμελλε να διασωθεί.
Πέρα από τα 30 περίπου χρόνια που κήρυττε τον λόγο του Ιησού στα μήκη και τα πλάτη του γνωστού κόσμου, οι 14 Επιστολές του (Προς Ρωμαίους, Προς Κορινθίους Α΄, Προς Κορινθίους Β΄, Προς Γαλάτας, Προς Εφεσίους, Προς Φιλιππησίους, Προς Κολασσαείς, Προς Θεσσαλονικείς Α΄, Προς Θεσσαλονικείς Β΄, Προς Τιμόθεον Α΄, Προς Τιμόθεον Β΄, Προς Τίτον, Προς Φιλήμονα και Προς Εβραίους) ήταν τα πρώτα γραπτά μνημεία αυτού που θα γινόταν αργότερα γνωστό ως Καινή Διαθήκη, θέτοντας έτσι τις ίδιες τις βάσεις της χριστιανοσύνης.
Πηγή: newsbeast.gr