Ανάμνηση των Εγκαινίων του Ιερού Ναού της Αναστάσεως

13 Σεπτεμβρίου: Εορτάζει ο ιερότερος τόπος στο Χριστιανισμό, ο Ναός της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα.

Ο Ναός της Αναστάσεως του Κυρίου ή Ναός του Παναγίου Τάφου είναι χριστιανικός ναός που βρίσκεται στη χριστιανική συνοικία της παλαιάς πόλης της Ιερουσαλήμ.

Θεωρείται ότι βρίσκεται στη θέση του Γολγοθά, ο λόφος στον οποίο σταυρώθηκε και τάφηκε ο Ιησούς Χριστός. Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο τάφος του Χριστού βρισκόταν κοντά στο σημείο της σταύρωσης:

“ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾧ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· 42 ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν ᾿Ιησοῦν.” Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον ιθ’ 41-42.

Ο ναός είναι ο ιερότερος τόπος στο Χριστιανισμό και αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος από τον 4ο αιώνα και μετά ως ο τόπος της Ανάστασης του Χριστού. Ο ναός σήμερα αποτελεί έδρα του ελληνορθόδοξου πατριαρχείου Ιεροσολύμων, ενώ το κτίριο ελέγχεται ταυτόχρονα από πολλές διαφορετικές εκκλησίες.

Κατασκευάστηκε αρχικά από την Αγία Ελένη την μητέρα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄ στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα καταστρέφοντας ναό κτισμένο από τον Αδριανό αφιερωμένο στην Θεά Αφροδίτη. Στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη συμπεριέλαβε τον Πανάγιο Τάφο μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Από τότε πέρασε μεγάλες περιπέτειες και καταστροφές ενώ στην σημερινή του μορφή κατασκευάστηκε το 1810.

Ο Πανάγιος Τάφος, διαστάσεων 2,07 x 1,93 μ. είναι λαξευμένος σε βράχο, καλύπτεται με μάρμαρο και φωτίζεται με λυχνίες. Για τα δικαιώματα των ορθοδόξων στα ιερά αυτά μνημεία μεριμνούν Έλληνες μοναχοί, λόγος για τον οποίο ιδρύθηκε από την Εκκλησία Ιεροσολύμων και η Αγιοταφική Αδελφότητα, μοναστική αδελφότητα Ελλήνων υπό την ηγεσία του πατριάρχη Ιεροσολύμων.

Ιστορία

Ο Πανάγιος Τάφος βρίσκεται το κέντρο της Παλαιάς Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για ένα πολυσύνθετο οικοδόμημα, η ποικιλία των αρχιτεκτονικών ρυθμών και οι αντιθέσεις του οποίου μαρτυρούν την τόσο μακραίωνη όσο και πολυτάραχη ιστορία του. Ο πρώτος ναός που ανεγέρθηκε στον χώρο αυτό με τη φροντίδα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Αγίας Ελένης, γι’ αυτό και είναι γνωστός στους αρχαιολόγους ως «Κωνσταντίνειος Βασιλική», εγκαινιάστηκε το 336. Το 614 οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα και πυρπόλησαν τον ναό, ο οποίος αναστηλώθηκε το 626 με πρωτοβουλία του μετέπειτα πατριάρχη Ιεροσολύμων Μοδέστου (632-634). Το 936 ο ναός πυρπολήθηκε εν μέρει από τους Σαρακηνούς. Το 969 οι μουσουλμάνοι έκαψαν τον τρούλο του ναού και θανάτωσαν τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη Δ’ σε αντίποινα της εκστρατείας του Νικηφόρου Φωκά. Το 1009 πυρπολήθηκε και πάλι από φανατικούς μουσουλμάνους.

Την περίοδο 1024-1048 ο ναός ξανακτίστηκε χάρη στις φροντίδες των αυτοκρατόρων Ρωμανού Γ’, Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνα και Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου. Στη συνέχεια, οι Σταυροφόροι κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα και προσέδωσαν στον ναό τη σημερινή περίπου μορφή του. Το 1187 ο Σαλαντίν εξεδίωξε τους Σταυροφόρους από τα Ιεροσόλυμα και βεβήλωσε τον ναό, τον οποίο όμως παρέδωσε τελικά στους χριστιανούς μετά από παρέμβαση του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ισαακίου Β’ Αγγέλου. Το 1229, με την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Σταυροφόρους, ο ναός πέρασε στη δικαιοδοσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ως το 1244, οπότε με την οριστική αποχώρηση των Σταυροφόρων, ο ναός περιήλθε και πάλι στους Ορθοδόξους, που εξακολούθησαν να έχουν την κυριότητά του και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο ναός υπέστη σοβαρές ζημιές από μία πυρκαγιά (1808) και δύο σεισμούς (1834, 1836). Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες που καταβλήθηκαν κατά την αποκατάσταση των ζημιών, ο ναός παρουσίαζε θλιβερή εικόνα στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ υπέστη και νέες φθορές από τον σεισμό του 1927. Τελικά, μετά την συμφωνία που επήλθε μεταξύ των τριών κυριοτέρων δογμάτων, Ορθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικών και Αρμενίων, το 1958 άρχισε μια συλλογική προσπάθεια αποκατάστασης και συντήρησης του ιερού αυτού μνημείου.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ὡς τοῦ ἄνω στερεώματος τὴν εὐπρέπειαν, καὶ τὴν κάτω συναπέδειξας ὡραιότητα, τοῦ ἁγίου σκηνώματος τῆς δόξης σου Κύριε, Κραταίωσον αὐτὸ εἰς αἰώνα αἰῶνος, καὶ πρόσδεξαι ἡμῶν, τὰς ἐν αὐτῷ ἀπαύστως προσαγομένας σοι δεήσεις, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, ἡ πάντων ζωῂ καὶ ἀνάστασις.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Αὐτόμελον
Οὐρανὸς πολύφωτος ἡ Ἐκκλησία, ἀνεδείχθη ἅπαντας, φωταγωγοῦσα τοὺς πιστούς, ἐν ᾧ ἑστῶτες κραυγάζομεν, Τοῦτον τὸν Οἶκον, στερέωσον Κύριε.

Ὁ Οἶκος
Ἐπιδημήσαντος ἡμῖν, τοῦ Λόγου κατὰ σάρκα, ὁ τῆς βροντῆς μὲν γόνος φησὶ καθυπογράφων· Ἐθεασάμεθα φαιδρῶς τὴν δόξαν, ἣν εἶχεν ὁ Υἱὸς παρὰ τοῦ Πατρός, ἐν ἀληθείας χάριτι. Ὅσοι δὲ πίστει τοῦτον ἐλάβομεν, ἔδωκε τοῖς πᾶσιν ἐξουσίαν, τοῦ γενέσθαι τέκνα Θεοῦ, οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκὸς ἀναγεννηθέντες, ἀλλ᾿ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἐπαυξηθέντες, οἶκον προσευχῆς ἐπήξαμεν, καὶ βοῶμεν· Τοῦτον τὸν οἶκον στερέωσον Κύριε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὰ πάντα ἐφώτισε τῇ παρουσίᾳ Χριστός, τὸν κόσμον ἀνεκαίνισε Πνεύματι θείῳ αὐτοῦ· ψυχαὶ ἐγκαινίζονται· οἶκος γὰρ ἀνετέθη, νῦν εἰς δόξαν Κυρίου, ἔνθα καὶ ἐγκαινίζει, τῶν πιστῶν τὰς καρδίας, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, εἰς σωτηρίαν βροτῶν.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἑόρτιος σήμερον τῶν Ἐγκαινίων πιστοί, ἡμέρα κατέλαβε, τὴν ἐκλογὴν τοῦ Χριστοῦ, ἡμᾶς καὶ προτρέπεται, πάντας ἐγκαινισθῆναι, καὶ φαιδρῷ τῷ προσώπῳ, ᾄσματα τῷ Δεσπότῃ, ἐκ μυχοῦ τῆς καρδίας, ᾆσαι πιστῶς ὡς λυτρωτῇ, καὶ ἡμᾶς ἐγκαινίζοντι.