Κάποια οικογένεια έζησε ένα μεγάλο δράμα: Το παιδί τους είχε προσβληθεί από την ανίατη ανθρωπίνως ασθένεια του καρκίνου. Ο μικρός υπέφερε πολλά.
Οι γιατροί αναγκάστηκαν να του κόψουν και τα δυο πόδια και μετά από φρικτούς πόνους εκοιμήθη.
Οι γονείς του ήταν απαρηγόρητοι για την μεγάλη – όπως την θεωρούσαν – συμφορά, που τους είχε βρει.
Μέσα στην στενοχώρια τους σκύφτηκαν να ρωτήσουν τον Γέροντα για το που είναι τώρα ο μικρός.
Επειδή όμως οι ίδιοι ήταν αδύνατο να πάνε εκείνον τον καιρό στον Γέροντα, βρήκαν τον Ε. και του έδωσαν μια φωτογραφία του μικρού κεκοιμημένου πλέον παιδιού τους και τον παρακάλεσαν να πάει στο Άγιον Όρος να βρει τον Γέροντα, να του δείξει την φωτογραφία και να τον ρωτήσει πώς βλέπει το παιδί.
Ο Ε…. ήρθε στο Άγιον Όρος και στον Γέροντα, έδειξε την φωτογραφία και του είπε:
– Γέροντα, αυτό το παιδί έχει πεθάνει και θέλουν οι γονείς του κάτι να τους πείτε σχετικό. Πού βρίσκεται;
– Για δώσ’ μου, ρε παιδάκι μου, να δω!
Παίρνει ο Γέροντας την φωτογραφία κι αρχίζει να την κοιτάζει.
– Για να πάω μέσα στο κελί μου, να βρω να φορέσω τα γυαλιά, γιατί έτσι δεν μπορώ να δω!
Πήγε μέσα ο Γέροντας και βγήκε μετά από λίγη ώρα με τα γυαλιά.
Αφού τα φόρεσε μπροστά στον Ε…., κοίταξε την φωτογραφία, γύρισε και του είπε:
– Ρε παιδάκι μου, τι μου λες; Το παιδί αυτό δεν πέθανε! Είναι καλά και μας βλέπει και βλέπει και τους γονείς του! Εκεί που βρίσκεται είναι πολύ καλά!
Από το βιβλίο του Ιερομονάχου Χριστοδούλου Αγιορείτη, «Σκεύος εκλογής», Άγιον Όρος.