Κάποια μέρα, όταν κόντευε ο δίκαιος [ο άγιος Ιωάννης Λαμπαδιστής] να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, λέγει στον υπηρέτη του: «παιδί μου, βλέπω έναν αετό χρυσόφτερο να πετά γύρω μου και με τούτο το σημείο προσδοκώ, πως αύριο, μετά το μεσημέρι, θ’ αφήσω τούτη τη ζωή και θα πάω στον Κύριο».
Κι αμέσως λέει στον υπηρέτη: «πήγαινε στο αμπέλι και φέρε μου ένα τσαμπί, το καλύτερο που θα βρεις!».
Κι ο υπηρέτης του λέει: «Κύριέ μου, ο πατέρας σου δεν ήρθε ακόμα στο αμπέλι να διαβάσει την ευχή» [ο πατέρας τους αγίου ονομαζόταν Κυριακός και ήταν ιερέας].
Γιατί συνήθιζε ο μακάριος Κυριακός κάθε χρόνο να μπαίνει πρώτος στο αμπέλι και να διαβάζει ευχή και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι για να μαζέψουν τους καρπούς του αμπελιού.
Όμως ο δίκαιος Ιωάννης, θέλοντας με το γεγονός αυτό να δείξει σημείο της ενέργειας και της θέλησης του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα του, λέγει πάλι στον υπηρέτη: «Σύρε και φέρε μου ένα τσαμπί και μη φοβάσαι!».
Κι ο υπηρέτης πήγε στο αμπέλι κι έφερε το σταφύλι στον άγιο, ο οποίος χάρηκε που το πήρε και αφού το ευλόγησε άρχισε να τρώει. Έτυχε όμως την ώρα εκείνη να τον δει ο πατέρας του να τρώει το σταφύλι.
Και ταράχτηκε ο πατέρας του μόλις τον είδε. Και σήκωσε το χέρι και τούδωσε ένα χαστούκι, λέγοντάς του: «Τυφλέ, πως έστειλες τον υπηρέτη να κόψει σταφύλι πριν δοθεί η ευχή στο αμπέλι;».
Κι άγιος υπέμεινε σιωπώντας, χωρίς να ειπεί τίποτα.
Τότε λέει ο άγιος στον υπηρέτη του: «Παιδί μου, πάρε το τσαμπί που μου έφερες, και πήγαινε στο αμπέλι και κόλλησέ το εκεί απ’ όπου το έκοψες».
Κι ο υπηρέτης έκαμε όπως του είπε, πήγε στο αμπέλι και έβαλε το τσαμπί στο σημείο απ’ όπου το έκοψε κι ευθύς, με την πρεσβεία του αγίου και με τη χάρη του Θεού, ξανακολλήθηκε το τσαμπί εκεί που ήταν προηγουμένως.
Βλέποντας αυτό το θαύμα ο υπηρέτης φώναζε για πολύ ώρα μεγαλοφώνως το, «Κύριε ελέησον». (Κι από τότε λοιπόν, σ’ όλα τα κλήματα, στο σημείο εκείνο που ενώθηκε το τσαμπί με το κλήμα, φαίνεται μια τομή, γι’ αυτό και το τσαμπί κόβεται αμέσως και χωρίς δυσκολία).
Όταν είδε ο υπηρέτης αυτό το θαύμα, πως δηλαδή κρεμάσθηκε ξανά το τσαμπί στο κλήμα, επέστρεψε αμέσως τρέχοντας στον άγιο και τον βρήκε πεθαμένο, όπως ακριβώς είχε προείπει. Διότι ήταν μεσημέρι.
Όταν έμαθαν το γεγονός οι γονείς του, έσπευσαν να ’ρθούν και φτάνοντας τον βρήκαν νάχει τελειωθεί. Κήδεψαν λοιπόν το τίμιο του λείψανο με πολλούς ιερείς και πολύ κόσμο και το έθαψαν στον ναό του Αγίου Ηρακλειδίου.
Κι αφού πέρασαν πολλές μέρες, μερικοί έβλεπαν στο μνήμα του αγίου ένα λαμπρό φως για πολλές νύχτες, και για το θαύμα αυτό πληροφόρησαν και τον μακάριο Κυριακό. Ο οποίος ταπεινώνοντας τον εαυτό του έλεγε: «Πλανάσθε, αδελφοί μου, γιατί αυτό το φως είναι το φως απ’ τα καντήλια».
Εκείνοι πάλι του έλεγαν: «Αυτό το φως που βλέπουμε, βγαίνει απ’ τον τάφο του γιου σου».
Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ήρθαν κάποιοι σεληνιασμένοι ρωτώντας να βρουν τον τάφο του αγίου Ιωάννη και λέγοντας: «Πού είναι το σώμα του αγίου και δίκαιου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, για να το προσκυνήσουμε και να βρούμε τη γιατρειά μας;».
Και στέκοντας πάνω από τον τάφο χτυπούσαν επάνω τους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρούνε τα λείψανά του.
Όταν τ’ άκουσε αυτά ο μακάριος Κυριακός ταράχτηκε πολύ και πήγε και τους έκανε παρατήρηση. Εκείνοι όμως περισσότερο χτυπιόντουσαν λέγοντας: «Δεν φεύγουμε πάτερ, ώσπου να θεραπευθούμε και να φανερώσουμε τον κρυμμένο θησαυρό, διότι γι’ αυτό το θησαυρό σταλθήκαμε εδωπέρα».
Αφού πείσθηκε με μεγάλη δυσκολία ο μακάριος Κυριακός, τους είπε: «Αν ήρθατε εδώ με συνέργεια του Κυρίου, ας γίνει όπως θέλετε».
Τότε, μαζεύτηκαν όλοι εκείνοι που έβλεπαν το φως στο μνήμα του αγίου και, μαζί με τους δύο εκείνους άνδρες, πήρανε σκαπάνες κι αφού άνοιξαν τον τάφο του αγίου Ιωάννη βρήκανε τ’ άγιά του λείψανα -μάλιστα η καρδιά του ήτανε σώα και άφθορη, σαν ξερό σύκο- και τα κατέθεσαν στο ναό του Αγίου Ηρακλειδίου.
Οι σεληνιαζόμενοι τότε βρήκαν την υγεία τους, και γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, ευχαρίστησαν τον Θεό και τον άγιο κι έφυγαν. Από τότε λοιπόν, πολλά και μεγάλα θαύματα γίνονταν στον λαό από τον άγιο, τα οποία ο πατέρας του δεν πίστευε.
Κάποια μέρα λοιπόν, ο πατέρας του, αφού προηγουμένως είχε φάει κρέας και ήρθε να προσκυνήσει τα λείψανα του γιου του, αμέσως έσπασαν τα δόντια του.
Από τότε ο πατέρας κι η μητέρα του Αγίου άρχισαν να έρχονται κάθε μέρα και να προσκυνούν τα λείψανα του γιου τους και να προσεύχονται εκεί.
Η μνήμη του εορτάζεται στις 4 Οκτωβρίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, «Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Βίος, Η Ιερά Μονή του, Παρακλητικός κανών)», των εκδόσεων Θεομόρφου. Απόδοση του αρχαίου κειμένου στην νέα ελληνική Γιώργος Κυθραιώτης.
Πηγή: pemptousia.gr