Άγιος Γεώργιος (Καρσλίδης), Ο «δράκος της Θεσσαλονίκης», ο νέος ιερέας, η γυναίκα που έκανε άμβλωση

Ένας νέος, τον όποιο είχε βαπτίσει ο όσιος Γέροντας [νυν άγιος Γεώργιος της Δράμας (Καρσλίδης)], του πήγε φαγητό.

Ο όσιος το δέχθηκε και του είπε:

– Αυτοί που θα έλθουν τώρα, να μη τους αφήσεις να μπουν μέσα.

Μετά από λίγο πήγαν τέσσερις άνδρες, οι όποιοι επίμονα ζητούσαν να τον δουν. Ο νέος δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην επιμονή τους και τους έβαλε στην εκκλησία να προσκυνήσουν, όπως του το ζήτησαν οι ίδιοι.

Προσποιήθηκε πως ο όσιος ήταν ασθενής. Εκείνοι συνέχιζαν όμως να επιμένουν.

Τότε του είπε ο όσιος:

– Ας έλθουν, γιατί δεν πρόκειται να μας αφήσουν ήσυχους εύκολα.

Επρόκειτο για αστυφύλακες, που αναζητούσαν τον «δράκο της Θεσσαλονίκης», που εκρύβετο εκεί στην περιοχή, και είχαν πάει μ’ ένα χάρτη, να τους δείξει ο όσιος σε ποιο σημείο κρυβόταν.

Ο όσιος τους είπε:

– Ήλθατε σε μένα σαν να είμαι κανένας μάγος. Να φύγετε, δεν έχω να σας πω τίποτε.

Στρεφόμενος κατόπιν προς τον νέο είπε:

– Αυτοί δεν ήλθαν από πίστη.

Άλλοτε του είπε ποιοι ακριβώς επισκέπτες θα πήγαιναν, από που θα έρχονταν, τι θα ήθελαν και τι τους απασχολούσε. Πράγματι, όπως τα είχε πει ο όσιος, έτσι αργότερα εξακριβώθηκαν.

Στον ίδιο είπε:

– Τώρα που θα πας στη Δράμα, να περάσεις από το επισκοπείο και να δώσεις ένα χαρτί, για να γίνεις παπάς.

Εκείνος αντέδρασε και είπε ότι δεν επιθυμεί να ιερωθεί.

Ο όσιος επέμενε:

– Δεν πειράζει, εσύ κάνε το χαρτί να βρίσκεται.

Τελικά πείσθηκε και πήγε κι έκανε αίτηση. Όταν επέστρεψε σπίτι του, ο όσιος πήγε στον φράχτη του σπιτιού του και τον φώναξε.

Έκανε τον αδιάφορο και είπε ότι δεν έκανε αυτό που του ζήτησε ο όσιος, ο όποιος με συγκίνηση τον αγκάλιασε, τον φίλησε κλαίγοντας και του είπε:

– Σ’ ευχαριστώ που πήγες. Έτσι έπρεπε. Εσύ θα γίνεις παπάς.

Τότε δάκρυσε κι εκείνος. Έβλεπε πως δεν μπορούσε, όπως έλεγε, να κρυφτεί από τ’ άγρυπνα μάτια του οσίου, που τον παρακολουθούσαν σε κάθε του βήμα και σε κάθε στιγμή.

Μετά από ένδεκα έτη, ο νέος Μητροπολίτης βρήκε την αίτησή του και το 1970 τον χειροτόνησε ιερέα στο μοναστήρι την ημέρα της πανηγύρεως, μαζί με την εγκατάσταση της νέας αδελφότητος υπό τη μακαριστή Γερόντισσα Ακυλίνα, όπως προφητικά πάλι το είχε πει ο όσιος πατήρ.

Η πρεσβυτέρα του ως άνω ιερέως διηγήθηκε πως οι δικοί της δεν ήθελαν να έλθει σε γάμο με αυτόν που θα γινόταν ιερέας. Ο όσιος όταν την πρωτοείδε, της είπε: «Γιατί οι δικοί σου δεν ήθελαν να πάρεις τον παπά; Ήθελαν να σε δώσουν καλύτερο, εσύ όμως επέμενες και καλά έκανες».

Ο όσιος επίσης της αποκάλυψε ότι ήταν από την Κερασούντα. Κάθε φορά που την έβλεπε, Κερασούντια την έλεγε. Αργότερα έμαθε ότι πράγματι η καταγωγή της ήταν από την Κερασούντα του Πόντου.

Όταν με τη θέλησή της έχασε το δεύτερο παιδί της κι επισκέφθηκε τον όσιο Γέροντα, της φέρθηκε πολύ αυστηρά, λέγοντας:

– Εσύ, Κερασούντια, άλλο δεν θα ’ρθείς να κοινωνήσεις.

– Γιατί; ζήτησε και τον λόγο, εγώ θα ’ρθω.

– Καλά, έλα και θα τα πούμε».

– Θα είμαι μέσα στον κόσμο και δεν θα με δεις.

– Εγώ όμως πάντα σε βλέπω. Πρώτα θα ’ρθείς να μιλήσουμε και μετά θα δούμε αν πρέπει ή δεν πρέπει να κοινωνήσεις.

– Μα εγώ ντρέπομαι, τι θα πούμε εμείς οι δυο;

– Καλά, εκεί που πήγες δεν ντράπηκες και εδώ που θα μιλήσουμε θα ντραπείς;

Εκείνη έμεινε άφωνη, γιατί νόμιζε πως αυτό που έκανε, ήταν δικό της μυστικό και κανείς άλλος δεν το γνώριζε. Όμως τ’ αγνισμένα μάτια του οσίου Γέροντος έβλεπαν τα πάντα. Κρυφό και μυστικό δεν υπήρχε γι’ αυτόν. Σε διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, όπως λέγουν.

Όταν ήταν να γεννήσει η πρεσβυτέρα αυτή, πέρασε από το μοναστήρι να πάρει την ευχή του όσιου. Μόλις την είδε, άρχισε να μετράει με τα δάχτυλά του, ένα, δύο, τρία, μόλις έφτασε στο εννέα σταμάτησε και της ευχήθηκε:

– Άντε πήγαινε, με το καλό, με την ευχή μου, όλα θα πάνε καλά.

Ήξερε καλύτερα από τη μητέρα πότε θα γεννήσει. Την ένατη ημέρα πράγματι γέννησε ένα υγιέστατο παιδί.

Πηγή: ekklisiaonline.gr