Ήταν το καλοκαίρι του 1904, όταν μερικές νέες, από τον κύκλο των ευσεβών γυναικών που είχε σχηματιστεί γύρω από τον Άγιο Νεκτάριο, εξέφρασαν την επιθυμία να γίνουν μοναχές και αναζητούσαν κατάλληλο μοναστήρι για να εγκαταβιώσουν. Κατόπιν αναζητήσεως και μετά από επίσκεψη και θαυματουργία του Πενταπόλεως Νεκταρίου, οδηγήθηκαν σε μία παλιά ερειπωμένη μονή στην Αίγινα, 6,5 χιλιόμετρα από την πόλη, αφιερωμένη στο όνομα της Θεοτόκου ως Ζωοδόχου Πηγής η οποία σύμφωνα με την παράδοση είχε ιδρύσει τον 10ο αιώνα η Οσία Αθανασία, η οποία καταγόταν από τη γειτονική Παλιαχώρα.
Καθότι ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πνευματικός τους πατέρας, ζήτησαν τη συγκατάθεσή του, αναφέροντας του ότι τόσο ο δήμαρχος του νησιού, όσο και οι κάτοικοί του είναι ευμενώς διακείμενοι στο να ανακαινιστεί το μοναστήρι. Καθώς ο Άγιος πήγε στην Αίγινα και είδε την τοποθεσία, τη θεώρησε κατάλληλη και αποφασίστηκε η ανακαίνιση του μοναστηριού. Το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1904 ο Άγιος Νεκτάριος συνάντησε το Μητροπολίτη Θεόκλητο και πήρε τη συγκατάθεσή του για την εκεί εγκατάσταση των πνευματικών του θυγατέρων. Κατόπιν τις ενημέρωσε με επιστολή του ότι ο Μητροπολίτης όχι μόνο ευλόγησε το έργο, αλλά συνάμα ανέλαβε να επιληφθεί ούτως ώστε να γίνει ανεξάρτητη και αυτοδιοίκητη η μονή. Κατόπιν τούτου, η Χρυσάνθη Στρογγυλού (Ξένη) την οποία ο Άγιος Νεκτάριος έχρισε ηγουμένη στη Μονή και άλλες μοναχές, εγκαταβίωσαν στη θέση «Ξάντος», απέναντι από το εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής, σε δύο χαμηλοτάβανες κάμαρες, εκτεθειμένες διαρκώς στην βροχή και τον άνεμο.
Την 1η Ιουλίου 1906, ο ιεράρχης πήγε στο νησί, προκειμένου να θεμελιώσει τον καινούργιο ναό στο όνομα της Αγίας Τριάδος, ενώ στις 21 Δεκεμβρίου του 1907 ο σεπτός Ιεράρχης αποκαλύπτει σε μία από τις επιστολές του προς την ηγουμένη Ξένη τον πόθο του για να μονάσει. Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου 1908, σε ηλικία 62 ετών, υποβάλλει την παραίτησή του από τη Ριζάρειο Σχολή.
Μετά το Πάσχα του 1908 ο Άγιος Νεκτάριος κατέπλευσε στην Αίγινα, όπου και άρχισε να χτίζει αμέσως το σπίτι στο οποίο θα έμενε και που θα βρισκόταν έξω από τη μονή, καθώς οι κανόνες του μοναχισμού δεν επέτρεπαν να μένει σε εσωτερικό γυναικείου μοναστηριού. Στο έργο αυτό αναλώθηκε πολύ και ο ίδιος με προσωπική εργασία. Αδιάκοπα, παρά την προχωρημένη του ηλικία, έσκαβε και μετέφερε χώμα και λάσπη. Δεν ήταν όμως μόνο το σπίτι όπου έμενε το μόνο για το οποίο μερίμνησε. Από το 1904 έως και το 1920 με δαπάνες του Αγίου έγιναν η Εκκλησία της Αγίας Τριάδας, κάποια κελιά, το μαγειρείο, η τραπεζαρία, αποθήκες και ο ξενώνας. Ταυτόχρονα με χρήματα κάποιων μοναχών, καθώς και με δωρεές ευσεβών, κτίστηκαν και επιπρόσθετα κελιά, ενώ δημιουργήθηκαν και δεξαμενές βρόχινου νερού.
Ο πόθος για μία ολοκληρωμένη μονή ήταν τέτοιος, που έφτιαξε στο παλιό συγκρότημα του μοναστηριακού χώρου σχολείο για τις αναλφάβητες ή για τις αρχάριες, που απλά συλλάβιζαν. Συνέπεια αυτού ήταν να καταπιαστεί, σα να γύρναγε χρόνια πίσω τον εαυτό του -στο νησί της Χίου-, με το ρόλο του δασκάλου. Διακαώς επιθυμούσε να μπορούν οι μοναχές να διαβάζουν τα Άγια Γράμματα, ούτως ώστε να τελειωθούν. Εκτός όμως από τη διδασκαλία, στη Χίο είχε διατελέσει και τσαγκάρης, στο πλαίσιο των διακονημάτων του ως μοναχού. Έτσι έφτασε να επισκευάζει ακόμη και τις παντόφλες των μοναχών.
Το πρακτικό μέρος της ενασχόλησής του με τη Μονή δεν περιοριζόταν σε αυτά, αλλά προκειμένου να εξωραϊστεί ο χώρος της μονής καλλιεργούσε ο ίδιος φυτά και περιποιείτο τα δέντρα. Κύρια αποστολή του όμως ήταν η πνευματική πορεία της μονής. Τελούσε καθημερινά κατανυκτικά τις βάσει του μοναχικού τυπικού ιερές ακολουθίες και καθοδηγούσε, όντας και πνευματικός πατέρας, τις μοναχές, που στο μεταξύ όλο και αυξάνονταν. Καθώς ο Νεκτάριος πίστευε ότι η ορθή υμνωδία θα ωφελήσει πνευματικά τις μοναχές, ενδιαφερόταν μετά σπουδής για την εκμάθηση εκ μέρους τους της βυζαντινής μουσικής από κατάλληλο και ευσεβή ιεροψάλτη. Κυβερνούσε εν ολίγοις το μοναστήρι με εκ βαθέων πίστη στο Θεό, με ασάλευτη προσήλωση στη γνήσια μοναστική παράδοση και στους εκκλησιαστικούς θεσμούς, καθώς και με απεριόριστη πατρική αγάπη και σύνεση. Η αγάπη του δεν αρκείτο στα όρια της μονής, αλλά περιέκλειε όλο το νησί. Με τη μικρή σύνταξή του, ιδίως τα δύσκολα χρόνια 1916-1917, βοηθούσε τους φτωχούς Αιγινήτες, ενώ όταν κατέβαινε στην πόλη παρηγορούσε και απάλυνε τον πόνο των κατατρεγμένων.
Παρ’ όλο που εμάκρυνε από κάθε επαφή με τον κόσμο και είχε αυστηρώς ρυθμίσει τις επισκέψεις στο μοναστήρι, η φήμη των αρετών και χαρισμάτων, που αξιώθηκε από τον Θεό, εξαπλώθηκε στην περιοχή και οι πιστοι έρχονταν προς αυτόν, ελκόμενοι όπως το μέταλλο από τον μαγνήτη. Θεράπευσε πολλούς λαϊκούς και μοναχές από τις ασθένειες που τους ταλαιπωρούσαν, έφερε τη βροχή στο νησί που υπέφερε από την ξηρασία, ανακούφιζε, παρηγορούσε, στήριζε… Παρά τις δυσκολίες της περιόδου μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, απαγόρευσε αυστηρά στις μοναχές του να αποθηκεύουν οτιδήποτε για την τροφή τους, αλλά διέταξε να μοιράζουν το πλεόνασμα στους φτωχούς, εναποθέτοντας τη μέριμνα της συντηρήσεως της μονής στην Πρόνοια του Θεού. Πέραν των άλλων καθηκόντων του, ο Νεκτάριος βρήκε τον χρόνο να συντάξει πλήθος έργων θεολογίας, ηθικής και εκκλησιαστικής ιστορίας για τη στερέωση της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ιερά Παράδοση των Πατέρων, που αγνοούνταν τότε συχνά εξαιτίας δυτικών επιδράσεων.
Στην Αίγινα όμως ο Άγιος πάλεψε και με τις πολλές παγίδες, που του έστησε με τα όργανα του ο πονηρός, άλλες μικρές και άλλες μεγαλύτερες και φοβερότερες και από εκείνες της Αλεξάνδρειας. Τις πικρές συκοφαντίες, τις σκληρές απειλές, τις πρωτοφανείς ταπεινώσεις και τους άδικους κατατρεγμούς, όλα αυτά ο Άγιος τα αντιμετώπισε με πίστη πολλή στον Θεό, με συνεχή προσευχή, με ταπείνωση, με υπομονή, με αοργησία, άφωνος, με απόθεση της ελπίδας του για αποκατάσταση της αλήθειας μονάχα στον Δικαιοκρίτη, ο οποίος τελικά τον δικαίωσε και εδώ, όπως σε κάθε άλλη δύσκολη περίπτωση.
Ζώντας λοιπόν ως εν σαρκί άγγελος και αυγάζοντας γύρω του τις ακτίνες του ακτίστου φωτός της Χάριτος, ο μακάριος υπέστη πάλι συκοφαντίες και άδικες κατηγορίες για το μοναστήρι του, από μέλη της ιεραρχίας. Υπέμεινε τις τελευταίες αυτές δοκιμασίες με την υπομονή του Χριστού: αγόγγυστα και δίχως να εξανίσταται. Τότε προσβλήθηκε από μία επώδυνη αρρώστια για περισσότερο από ενάμιση χρόνο. Ευχαρίστησε τον Θεό για τη δοκιμασία αυτή και προσπάθησε να κρατήσει μυστική την ασθένειά του μέχρι τις τελευταίες στιγμές του. Αφού πήγε να προσκυνήσει για τελευταία φορά την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου στην Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσολεόντισσας, που βρίσκεται όχι μακριά από το Μοναστήρι, ανήγγειλε στις μαθήτριές του την επικείμενη εκδημία του και μεταφέρθηκε σε ένα νοσοκομείο στην Αθήνα, όπου μετά από πενήντα ημέρες οδύνης την οποία υπέμεινε με μία υπομονή που οικοδομούσε όλους όσοι τον πλησίαζαν, παρέδωσε εν ειρήνη την ψυχή του στον Θεό στις 8 Νοεμβρίου του 1920.
Οι πιστοί της Αίγινας, οι μαθήτριές του και όλοι οι χριστιανοί που τον είχαν πλησιάσει, έκλαψαν για την απώλεια του πράου και σπλαγχνικού μαθητή του Χριστού, που όλη του τη ζωή υπέστη διαβολές, διώξεις και άδικες κατηγορίες παίρνοντας ως τύπον και υπογραμμό του τα θεία Πάθη του Κυρίου. Ο Θεός όμως τον εδόξασε και από την ώρα της κοιμήσεώς του τα θαύματα περίσσευσαν και περισσεύουν καθημερινά ως σήμερα για εκείνους που πλησιάζουν με πίστη τα λείψανά του ή εμπιστεύονται την ισχυρή του μεσιτεία.
Το σώμα του αγίου παρέμεινε θαυματουργικά άφθαρτο περισσότερο από είκοσι χρόνια, αναδίδοντας ουράνια και λεπτή ευωδία. Στα 1953, όταν έλιωσε τελικά κατά τους φυσικούς νόμους, έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του και διαπιστώθηκε τότε ότι αναδυόταν έντονα η ίδια ευωδία. Δεν έπαυσε έκτοτε να χαροποιεί τους πιστούς που πλησιάζουν τα τίμια αυτά λείψανα, δίνοντάς τους τη διαβεβαίωση ότι ο άγιος Νεκτάριος βρήκε τη θέση του κοντά στον Θεό, στις μονές των αγίων.
Η Ανακήρυξη του τέως Μητροπολίτη Πενταπόλεως Νεκτάριου Κεφάλα, έγινε με Πατριαρχική Πράξη 260/ 20 Απριλίου 1961.
Η Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας
Ο μικρός σε μέγεθος ναός είναι Βυζαντινού ρυθμού και δίπλα σε αυτόν υπάρχει μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Νεκτάριο. Εκεί υπάρχουν οι θήκες με την Αγία Κάρα και τα λείψανα του αγίου. Δεξιότερα ο προσκυνητής θα δει έναν μεγάλο πεύκο. Αυτόν τον έχει φυτέψει ο ίδιος ο Άγιος Νεκτάριος και στη σκιά του υπάρχει εκκλησάκι μέσα στο οποίο προστατεύεται ο τάφος του Αγίου. Ο Άγιος “κοιμήθηκε” στις 9 Νοεμβρίου του 1920.Το σώμα του Αγίου έμεινε ακέραιο για 21 χρόνια. Οι μοναχές άλλαζαν ράσα και με αυτά έφτιαχναν φυλακτά. Η ανακομιδή των λειψάνων έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1963.
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νεκταρίου
Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, είναι ένας από τους μεγαλύτερους ναούς της Ορθοδοξίας και η οικοδόμηση του αποτελεί έργο βαθιάς πίστης και προσήλωσης. Ο ναός θεμελιώθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1973 και τα εγκαίνια του έγιναν τον Μάιο του 1994. Κατά την διάρκεια των 21 ετών της κατασκευής του, πολλές ήταν οι φορές που οι καταστάσεις οδηγούσαν σε οικονομικό αδιέξοδο. Αλλά όπως λένε οι γερόντισσες του μοναστηριού “ο Άγιος πάντα βοηθούσε” και τα προβλήματα επιλύονταν. Θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως ότι η χρηματοδότηση αυτού του έργου έγινε από τους πιστούς της Μονής του Αγίου Νεκταρίου: πότε με τα λιγοστά χρήματα των κεριών στο παγκάρι και πότε με μικρές ή μεγάλες δωρεές επωνύμων ή ανωνύμων δωρητών.
Ειδικότερα, η κατασκευή αποτελείται από δύο ξεχωριστούς ναούς: τον Υπόγειο και τον Υπέργειο. Το εμβαδόν του εσωτερικού των δύο ναών είναι περίπου το ίδιο (υπερέχει ελαφρά ο Υπέργειος) 635 τμ. Εδώ θα πρέπει να προστεθούν και οι δύο γυναικωνίτες με συνολικό εμβαδό 560 τμ. Τους λατρευτικούς χώρους του ναού, συμπληρώνουν δύο παρεκκλήσια και πέντε βαπτιστήρια. Εντυπώσεις θαυμασμού προκαλούν στον επισκέπτη τα δύο κωδωνοστάσια ύψους 42 και 27 μέτρων αντίστοιχα, αλλά και ο τρούλλος του ναού μοιάζει να “αγκαλιάζει” ολόκληρο το οικοδόμημα. Η συνολική χωρητικότητα του ναού μαζί με τα περίστωα (το εμβαδόν τους ξεπερνά τα 1.200 τμ) είναι 9.000 άτομα.
Σήμερα το έργο της οικοδόμησης του Ιερού Ναού του Αγίου Νεκταρίου έχει περατωθεί και απομένει το μεγάλο έργο της αγιογράφησης του και μερικά μικρότερα συμπληρωματικά έργα.
Πηγή: agiospatrokosmas.gr