Πριν μερικές ημέρες προειδοποίησε η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, μιλώντας στην τηλεδιάσκεψη της G20 ότι η παγκόσμια ύφεση, ως αποτέλεσμα της πανδημίας του νέου κοροναϊού, θα μπορούσε να είναι χειρότερη από εκείνη που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Η πανδημία είναι μια ανθρώπινη τραγωδία με δυνητικά βιβλικές διαστάσεις, τονίζει ο Μάριο Ντράγκι σε άρθρο του στους Financial Times, στο οποίο ξεκαθαρίζει ότι είναι αναπόφευκτη μια μεγάλη ύφεση και ζητά άμεση δράση από τις κυβερνήσεις για να αποφύγουμε τη μετατροπή της σε βαθιά ύφεση (depression), που θα προκληθεί από μια πληθώρα πτωχεύσεων.
«Είναι ήδη ξεκάθαρο ότι η απάντηση πρέπει να εμπεριέχει σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους. Η απώλεια εισοδήματος στον ιδιωτικό τομέα και όποιο χρέος εκδοθεί για να καλύψει το κενό πρέπει εντέλει να απορροφηθεί, εν συνόλο ή εν μέρει, από τον κρατικό ισολογισμό. Τα πολύ υψηλότερα επίπεδα κρατικού χρέους θα γίνουν ένα μόνιμο στοιχείο στις οικονομίες μας και θα συνοδευτούν από ακύρωση ιδιωτικού χρέους», γράφει ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ.
«Είναι ο σωστός ρόλος ενός κράτους να αναπτύσσει τον ισολογισμό του για να προστατεύσει τους πολίτες και την οικονομία από σοκ για τα οποία ο ιδιωτικός τομέας δεν είναι υπεύθυνος και δεν μπορεί να απορροφήσει. Τα κράτη πάντα το έκαναν αυτό όταν προέκυπταν εθνικές έκτακτες ανάγκες. Οι πόλεμοι, το πιο σχετικό προηγούμενο, χρηματοδοτήθηκαν από δημόσιο χρέος».
«Η βασική ερώτηση δεν είναι το εάν, αλλά το πώς τα κράτη πρέπει να χρησιμοποιήσουν με σωστό τρόπο τους ισολογισμούς τους. Η προτεραιότητα πρέπει να είναι να εξασφαλιστεί βασικό εισόδημα για αυτούς που χάνουν τη δουλειά τους. Πρώτα πρέπει να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από το να χάνουν τη δουλειά τους. Αν δεν το καταφέρουμε, θα βγούμε από αυτή την κρίση με μόνιμα χαμηλότερη απασχόληση και παραγωγική ικανότητα, καθώς οι οικογένειες και οι εταιρείες θα παλεύουν να διορθώσουν τους ισολογισμούς τους και να ξαναχτίσουν καθαρό ενεργητικό».
Επιδόματα εργασίας και ανεργίας και η αναστολή πληρωμής φόρων είναι σημαντικά βήματα που ήδη λανσάρισαν πολλές κυβερνήσεις. Η προστασία της απασχόλησης και της παραγωγικής ικανότητας, όμως, σε καιρούς δραματικής πτώσης εισοδήματος, απαιτεί άμεση στήριξη ρευστότητας.
Είναι σημαντικό, συνεχίζει, να καλύπτονται τα λειτουργικά έξοδα όλων των εταιρειών κατά τη διάρκεια της κρίσης, ανεξάρτητα από το εάν είναι μεγάλες ή μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις ή ακόμα και επαγγελματίες. Αρκετές κυβερνήσεις ήδη λανσάρισαν ευπρόσδεκτα μέτρα παροχής ρευστότητας. Χρειάζεται όμως μια πιο συνολική προσέγγιση.
Ο μόνος αποδοτικός τρόπος να φτάσει κάποιος σε κάθε γωνιά της οικονομίας είναι να κινητοποιήσει πλήρως το σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος: αγορές ομολόγων, κυρίως για μεγάλες εταιρείες, τραπεζικά συστήματα και σε κάποιες χώρες ακόμα και το ταχυδρομικό σύστημα. Και πρέπει να γίνει άμεσα, αποφεύγοντας τη γραφειοκρατία. Ειδικότερα οι τράπεζες επεκτείνονται σε όλη την οικονομία και μπορούν να δημιουργήσουν χρήμα άμεσα, επιτρέποντας τις υπεραναλύψεις και ανοίγοντας πιστωτικές γραμμές.
Οι τράπεζες, γράφει ο Ντράγκι, πρέπει γρήγορα να δανείσουν με μηδενικό κόστος τις εταιρείες που προετοιμάζονται να σώσουν θέσεις εργασίας. Καθώς με αυτό τον τρόπο γίνονται όχημα για κρατική πολιτική, το κεφάλαιο που χρειάζονται για να το πράξουν πρέπει να προσφερθεί από τις κυβερνήσεις με τη μορφή εγγυήσεων σε όλες τις υπεραναλήψεις ή τα δάνεια.
Ούτε οι κανονισμοί ούτε οι κανόνες για τις εγγυήσεις πρέπει να μπουν εμπόδιο στη δημιουργία όλου του χώρου που απαιτείται στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Επιπρόσθετα, το κόστος αυτών των εγγυήσεων πρέπει να στηριχθεί στον πιστωτικό κίνδυνο της εταιρείας που τις λαμβάνει, αλλά θα πρέπει να είναι μηδέν για τις χώρες που τις παρέχουν, ανεξάρτητα του κόστους δανεισμού των τελευταίων.
Οι εταιρείες, ωστόσο, δεν θα αντλήσουν ρευστότητα, απλώς επειδή είναι φθηνή. Σε κάποιες περιπτώσεις, για παράδειγμα, εταιρείες που έχουν παραγγελίες προς εκτέλεση, οι απώλειες μπορεί να είναι ανακτήσιμες και θα εξοφλήσουν το χρέος. Σε άλλους κλάδους, πιθανότατα δεν θα γίνει αυτό. Τέτοιες εταιρείες ίσως είναι σε θέση να απορροφήσουν την κρίση για βραχυχρόνιο διάστημα και να αντλήσουν χρέος ώστε να κρατήσουν τους εργαζόμενους. Το συσσωρευμένο χρέος τους, όμως, δημιουργεί τον κίνδυνο βλάβης στην ικανότητά τους να επενδύσουν μετά την κρίση. Και αν η πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα κρατήσουν, θα μπορούν να μείνουν ανοικτές μόνο αν το χρέος που ανέλαβαν για να κρατήσουν τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της κρίσης εντέλει ακυρωθεί.
Είτε οι κυβερνήσεις θα αποζημιώσουν τους δανειζόμενους για τα έξοδά τους, είτε αυτοί θα αποτύχουν και θα πληρωθούν οι κρατικές εγγυήσεις. Αν μπορεί να περιοριστεί ο ηθικός κίνδυνος, το πρώτο είναι καλύτερο για την οικονομία, γράφει ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ. Ο δεύτερος δρόμος μπορεί να είναι λιγότερο δαπανηρός για τον προϋπολογισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις θα απορροφήσουν ένα μεγάλο μέρος από το εισόδημα που χάθηκε εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, αν η απασχόληση και η παραγωγική ικανότητα προστατευθούν.
Το δημόσιο χρέος θα πρέπει να αυξηθεί. Αλλά η εναλλακτική -μόνιμη καταστροφή της παραγωγικής ικανότητας και εξ αυτού του λόγου του δημοσιονομικού χώρου- θα είναι πολύ πιο μεγάλο πλήγμα για την οικονομία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι με δεδομένα τα σημερινά επιτόκια (και πιθανότατα τα μελλοντικά), αυτή η αύξηση του δημόσιου χρέους δεν προσθέτει στο κόστος εξυπηρέτησης.
Υπό ορισμένες οπτικές, συνεχίζει, η Ευρώπη είναι καλά εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει αυτό το έκτακτο σοκ. Η δομή του τραπεζικού συστήματος επιτρέπει τη διοχέτευση πόρων σε κάθε τμήμα της οικονομίας που τους χρειάζεται. Εχει ισχυρό δημόσιο τομέα που είναι σε θέση να συντονίσει μια γρήγορη πολιτική αντίδραση. Η ταχύτητα είναι απόλυτα ουσιαστική για την αποτελεσματικότητα.
Αντιμετωπίζοντας συνθήκες που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, η αλλαγή νοοτροπίας είναι τόσο απαραίτητη σε αυτή την κρίση, όσο θα ήταν σε περίοδο πολέμου. Το σοκ που αντιμετωπίζουμε δεν είναι κυκλικό.
Για την απώλεια εισοδήματος δεν φταίει κανείς απ’ όσους υποφέρουν από αυτή. Το κόστος του δισταγμού μπορεί να είναι μη αναστρέψιμο. Η μνήμη απ’ όσα υπέφεραν οι Ευρωπαίοι τη δεκαετία του 1920 είναι αρκετή.
Η ταχύτητα με την οποία χειροτερεύουν οι ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα (εξαιτίας ενός «λουκέτου» που είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτο και επιθυμητό) πρέπει να αντιμετωπιστεί με αντίστοιχη ταχύτητα ανάπτυξης του κυβερνητικού ισολογισμού, κινητοποίησης τραπεζών και, ως Ευρωπαίοι, από τη στήριξη του ενός στον άλλο, στην προσπάθεια να προχωρήσουμε σε αυτό που εντέλει είναι ο κοινός σκοπός.
Πηγή: medlabgr.blogspot.com