Εκείνη που φωνάζει δεν είναι η Σοφία;
Δεν είν’ η φρόνηση που υψώνει τη φωνή;
Στέκεται στα υψώματα, πάνω απ’ το δρόμο,
καταμεσίς στο σταυροδρόμι.
Στις πύλες πλάι, στην είσοδο της πόλης,
και στων πυλών το πέρασμα φωνάζει δυνατά:
«Σ’ εσάς φωνάζω άνθρωποι,
στο γένος όλο των ανθρώπων απευθύνομαι.
Εσείς οι ανώριμοι, μάθετε να διακρίνετε
κι εσείς οι ανόητοι λογικευτείτε.
Ακούστε, και θα πω σπουδαία πράγματα,
από τα χείλη μου θα βγούνε λόγια συνετά.
Το στόμα μου κηρύττει την αλήθεια
κι είναι το ψέμα μισητό στα χείλη μου.
Τα λόγια όλα που βγαίνουν απ’ το στόμα μου
είναι λόγια σωστά·
δεν είναι τίποτε σ’ αυτά πονηρό ή διεστραμμένο·
όλα είναι καθαρά για κείνον που έχει νου
κι όλα σωστά για κείνους που έχουν γνώση.
Τη διδαχή μου προτιμήστε την από τ’ ασήμι,
τη γνώση απ’ το χρυσάφι το εκλεκτό.
Γιατί η Σοφία είναι καλύτερη απ’ τα πολύτιμα πετράδια,
κι απ’ όλα αξίζει πιότερο τα πράγματα, τα πιο ακριβά.
»Εγώ, η Σοφία, κατοικώ με τη φρόνηση,
του στοχασμού τη γνώση την κατέχω.
Όποιος τον Κύριο σέβεται, το κακό το απεχθάνεται·
μισώ την έπαρση και την υπεροψία,
το δρόμο τον κακό, το στόμα που διαστρέφει.
Κάνω σχέδια και τα ολοκληρώνω·
σ’ εμένα υπάρχει και η σύνεση και η δύναμη.
Με τη βοήθεια μου οι βασιλιάδες βασιλεύουν
κι οι άρχοντες νομοθετούν αυτό που ’ναι σωστό.
Με τη βοήθεια μου οι ηγεμόνες κυβερνάνε,
οι μεγιστάνες,
κι όλοι όσοι κρίνουνε στη γη.
Εγώ, η Σοφία, αγαπώ αυτούς που μ’ αγαπάνε
κι όλοι με βρίσκουν, όσοι με αναζητούν.
Μαζί μου κουβαλώ πλούτη και δόξα,
πολύτιμα αγαθά και ευτυχία.
Καλύτερος είν’ ο καρπός μου απ’ το χρυσάφι το καθαρό
κι ό,τι από μένα βγαίνει είναι καλύτερο κι από τ’ ασήμι το εκλεκτό.
Στο δρόμο περπατώ της δικαιοσύνης,
μέσα απ’ τα σταυροδρόμια της,
για να προσφέρω πλούτη σ’ αυτούς που μ’ αγαπούν,
και τα ταμεία τους να γεμίσω.
Μετάφραση: ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ (8,1 – 8,21)
Αρχικό Κείμενο:
ΣΥ τὴν σοφίαν κηρύξεις, ἵνα φρόνησίς σοι ὑπακούσῃ·
ἐπὶ γὰρ τῶν ὑψηλῶν ἄκρων ἐστίν, ἀνὰ μέσον δὲ τῶν τρίβων ἕστηκε·
παρὰ γὰρ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐν δὲ εἰσόδοις ὑμνεῖται.
῾Υμᾶς, ὦ ἄνθρωποι, παρακαλῶ, καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων·
νοήσατε, ἄκακοι, πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν.
εἰσακούσατέ μου, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ καὶ ἀνοίσω ἀπὸ χειλέων ὀρθά·
ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ φάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ.
μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ρήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες·
πάντα ἐνώπια τοῖς συνιοῦσι καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν.
λάβετε παιδείαν καὶ μὴ ἀργύριον, καὶ γνῶσιν ὑπὲρ χρυσίον δεδοκιμασμένον·
κρείσσων γὰρ σοφία λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν.
ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην.
φόβος Κυρίου μισεῖ ἀδικίαν, ὕβριν τε καὶ ὑπερηφανίαν καὶ ὁδοὺς πονηρῶν· μεμίσηκα δὲ ἐγὼ διεστραμμένας ὁδοὺς κακῶν.
ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς·
δι᾿ ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην·
δι᾿ ἐμοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι δι᾿ ἐμοῦ κρατοῦσι γῆς.
ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν.
πλοῦτος καὶ δόξα ἐμοὶ ὑπάρχει καὶ κτῆσις πολλῶν καὶ δικαιοσύνη.
βέλτιον ἐμὲ καρπίζεσθαι ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον, τὰ δὲ ἐμὰ γεννήματα κρείσσω ἀργυρίου ἐκλεκτοῦ.
ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης περιπατῶ καὶ ἀνὰ μέσον τρίβων δικαιοσύνης ἀναστρέφομαι,
ἵνα μερίσω τοῖς ἐμὲ ἀγαπῶσιν ὕπαρξιν καὶ τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐμπλήσω ἀγαθῶν. ἐὰν ἀναγγείλω ὑμῖν τὰ καθ᾿ ἡμέραν γινόμενα, μνημονεύσω τὰ ἐξ αἰῶνος ἀριθμῆσαι.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΙ (8,1 – 8,21)