Οσία Θεοκτίστη η Λέσβια

9 Νοεμβρίου: Οσία Θεοκτίστη η Λέσβια…

Η Οσία Θεοκτίστη ήταν μια ενάρετη μοναχή από τη Μήθυμνα της Λέσβου που έζησε στα χρόνια του βασιλιά του Λέοντα του Σοφού (816 μ.Χ.).

Παιδί ακόμα έμεινε ορφανή και ανατράφηκε σε Παρθενώνα της πόλης. Κάποια μέρα πήγε να επισκεφθεί την αδελφή της, που ήταν σε μια κοντινή κωμόπολη. Τότε συλλήφθηκε μαζί με τους κατοίκους της κωμόπολης αυτής από τους πειρατές της Κρήτης και μεταφέρθηκε με τους άλλους αιχμαλώτους στην Πάρο για πώληση. Εκεί κατόρθωσε να δραπετεύσει και να κρυφτεί στα βουνά, όπου και παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη με χόρτα. Ανακαλύφθηκε τυχαία από έναν κυνηγό, ο όποιος, μετά από παράκληση της, έφερε σ’ αυτή τα θεία μυστήρια. Όταν δε κοινώνησε των Άχραντων Μυστηρίων, πέθανε και τάφηκε από τον ίδιο κυνηγό στον ναό της ιστορικής Μονής Εκατονταπυλιανής. Τα οστά της κατά θαυμαστό τρόπο ευρέθησαν στην Ικαρία και φυλάσσονται στην Ιερά Μονή Λευκάδος, όπου η αγία τιμάται δεόντως.

Για την Οσία αυτή, υπάρχει και μια διήγηση του μονάχου Συμεών του Πάριου, που μοιάζει πολύ με αυτή της Οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας και είναι εντελώς φανταστική.

Ο Δημήτρης Κόκορης στο βιβλίο του «Ορθοδοξα Ελληνικά Μοναστήρια» (Επτάλοφος, 1997, σελ. 380) γράφει για την Ιερά Μονή της Οσίας Θεοκτίστης στην Ικαρία: «Άγνωστο πότε ιδρύθηκε. Πρέπει να υπήρχε προ του 1688. Βρίσκεται στην Ικαρία κοντά στο χωριό Φραντάτο, στο βόρειο μέρος της νήσου, δυτικά του χωριού Πηγή σε δασώδη περιοχή. Ο ναός είναι βασιλική αφιερώμενος στην Οσία Θεοκτίστη την Λέσβια. Εορτάζει στις 9 Νοεμβρίου, αλλά γίνεται περιφορά των λειψάνων της την 1η Κυριακή του Σεπτεμβρίου για τους λουόμενους. Υπάρχει επιγραφή στο ναό που λέγει ότι εκτίσθη από τον Χατζή Παντελή αναγνώστου από την Χίο το 1688. Έχει περί τα 15 κελλιά. Χρησιμοποιούνται ως ξενώνες. Άνευ μοναχών. Δρόμος καλός βατός».


Λέσβου τὸ θρέμμα, παρθένος Θεοκτίστη,
Κτίστῃ Θεῷ πρόσεισι νύμφη παγκάλη.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς Μηθύμνης τόν γόνον καί θεῖον βλάστημα καί Παρίων τό κλέος καί τό ἐντρύφημα, Θεοκτίστην τήν Ἁγίαν εὐφημήσωμεν. Χαίροις βοῶντες πρός Αὐτήν, καλλιπάρθενε ἀμνάς καί Νύμφη τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὧ καί πρεσβεύεις ἀδιαλείπτως τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖον σὲ κέκτηται, τοὶς δὲ ἀγώσι σου, Πάρος ἠγίασται, καὶ τῷ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοὶς βοώσι σοι Μῆτερ, χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν. Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα· Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Λέσβου θεῖος βλαστός, τῆς Πάρου τὸ κλέος, Ἰκαρίας ὁ πλουτισμός, χαίροις ἡ Ἀγγέλων, ζηλώσασα τὸν βίον, Ὁσία Θεοκτίστη ἀξιοθαύμαστε.

Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.

Ὁ Οἶκος
Ἄγγελοι τὸν σὸν βίον, καθορῶντες Ὁσία, ἐθαύμασαν τὴν σὴν καρτερίαν· σὺ γὰρ ὑπὲρ φύσιν βιοτήν, ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ ἤνυσας· μεθ᾿ ὧν Χριστὸν ἱκέτευε, ὑπὲρ ᾑμῶν τῶν σοὶ βοώντων·

Χαῖρε, Μεθύμνης εὐῶδες ἄνθος·
χαῖρε, τῆς Πάρου ἒνθεον αὖχος.

Χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ζηλώσασα·
χαῖρε, τῶν δαιμόνων τὰς φάλαγγας τρώσασα.

Χαῖρε, ὅτι ὡς ἀσώματος ἠγωνίσω ἐπὶ γῆς·
χαῖρε, ὅτι στέφος ἄφθαρτον εἴληφας ἐν οὐρανοῖς.

Χαῖρε, ἡ ὑπερβᾶσα τοὺς τῆς φύσεως ὅρους·
χαῖρε, ἡ ἀναπτᾶσα εἰς φωτὸς θείου δόμους.

Χαῖρε, ζωῆς ἀΰλου διάγραμμα·
χαῖρε, χαρᾶς μελλούσης θησαύρισμα.

Χαῖρε δι’ ἧς ὁ θηρεύων ἐξέστη·
χαῖρε δι’ ἧς Ἰκαρία χορεύει.

Χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.

Κάθισμα
Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν
Εὐφραίνει μυστικῶς, ἡ ἁγία σου μνήμη, Ὁσία τοῦ Χριστοῦ, εὐσεβῶν τὰς καρδίας, ἐν ᾗ συνελθόντες σε, ἐν ᾠδαῖς, μακαρίζομεν, καὶ δοξάζομεν, τὸν σὲ δοξάσαντα Λόγον. Ὃν ἱκέτευε, διὰ παντὸς Θεοκτίστη, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ᾑμῶν.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν
Κατεπλάγη ἀληθῶς, ὁ κυνηγέτης κατιδών, ὥσπερ κρόκην σε σεμνή, ῥιπιζομένην τῇ πνοῇ, ἐν τῷ ναῷ τῆς Θεοτόκου ἐν τῇ Πάρῳ, καὶ ἔφριξε μαθών, τῆς πολιτείας σου, τοὺς πόνους τοὺς μακρούς, καὶ τὰ παλαίσματα, καὶ καθηγίασται Μῆτερ τῇ προσψαύσει σου, καὶ τῇ δοθείσῃ σοι χάριτι. Ἀλλ’ ἐκδυσώπει, ὦ Θεοκτίστη, ὑπὲρ ἡμῶν τῶν τιμώντων σε.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ´. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μετὰ τὸν Πολυέλεον
Ὑπὲρ φύσιν ἀσκήσασα ἐπὶ γῆς, ἐδοξάσθης ἀξίως ἐν οὐρανοῖς· εἰς ἔρημον νῆσον γάρ, θεοφόρε σκηνώσασα, καὶ κατὰ μόνας Μῆτερ, Θεὸν θεραπεύουσα, ἀθέατος τοῖς πᾶσιν, ἐτέλεις καὶ ἄγνωστος· ὅθεν ἐπὶ τέλει, τῶν ἀγώνων γνωσθεῖσα, τοὺς πάντας ἐξέπληξας, παραδόξῳ ἀσκήσει σου, Θεοκτίστη ἰσάγγελε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Έτερον Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀῤῥενωθεῖσα ταῖς φρεσὶ Θεοκτίστη, πρὸς ἀνδρικοὺς ἐναπεδύσω ἀγῶνας, καὶ ἐν αὐτοῖς Ὁσία ἠνδραγάθησας· ὤ! τῆς σῆς στεῤῥότητος! Πῶς ὑπέφερες Μῆτερ, ἐρήμου τὴν κάκωσιν, καὶ ἐχθρῶν τὰς ἐφόδους· διὸ μεγάλων ἔτυχες τιμῶν, καὶ ἀφθαρσίας στεφάνῳ κατέστεψαι.