12 Οκτωβρίου: Άγιοι Πρόβος, Τάραχος και Ανδρόνικος…
Οι Άγιοι Πρόβος, Τάραχος και Ανδρόνικος μαρτύρησαν στο διωγμό κατά της Εκκλησίας, επί Διοκλητιανού (284 – 304 μ.Χ.) και Φλαβιανού ηγεμόνα Κιλικίας. Ο Πρόβος ήταν από την Παμφυλία, ο Ανδρόνικος από την Έφεσο και ο Τάραχος από την Ιλλυρία. Και οι τρεις ήταν στρατιώτες, πραγματικά ευσεβέστατοι και άρτια καταρτισμένοι στην Αγία Γραφή. Συνελήφθησαν από τον έπαρχο της Ταρσού Μαξέντιο, τον καιρό που βρίσκονταν στην έρημο. Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκαν μπροστά του, και οι τρεις θαρραλέοι στρατιώτες Χριστού έδωσαν γενναίες απαντήσεις. Πρώτος ο γέρων Τάραχος είπε: «Μη βλέπεις, βασιλιά, τα γηρατειά μου. Οι σωματικές μου δυνάμεις μπορεί να υποχώρησαν, αλλά η ακμή της ψυχής παραμένει ακέραια. Γι’ αυτό, όλα τα βάσανα και μύριοι θάνατοι δε θα καταισχύνουν και τον πιο μικρό στρατιώτη του Χριστού». Έπειτα, με τη σειρά του ο Πρόβος, είπε και αυτός: «Χριστιανός είμαι και τίποτα δε με τραβά τόσο, όσο να πάθω για το Χριστό μύρια βάσανα και να χύσω το αίμα μου γι’ Αυτόν». Τέλος, γενναία ήταν και η απάντηση του Ανδρόνικου: «Μεταχειρισθείτε, είπε, όσα μαρτύρια θέλετε. Το αίμα μου όλο μπορεί να φύγει, αλλά η καρτερία απ’ τον Ανδρόνικο δε θα λείψει, έστω και αν κοβόταν μύρια τεμάχια». Κεραυνοβολημένος από τις απαντήσεις ο Μαξέντιος, διέταξε να γδάρουν το κεφάλι του Τάραχου και να βγάλουν τα μάτια των άλλων δύο. Τέλος, μη ανεχόμενος τέτοια ταπείνωση, τους αποκεφάλισε.
Ξίφει Τάραχος, Ἀνδρόνικος καὶ Πρόβος,
Ἤραντο νίκην, γῆν προβάντες ταράχου.
Τμήθη δωδεκάτῃ, Πρόβος, Ἀνδρόνικος, Τάραχός τε.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἰσχὺν τὴν ἄμαχον, περιζωσάμενοι, κατεπαλαίσατε, ἐχθρῶν τᾶς φάλαγγας, καὶ ἐδοξάσατε Χριστόν, ἀθλήσεως τοὶς ἀγώσι, Πρόβε παναοίδιμε, ὁ πρόβας πρὸς τὰ κρείττονα, ἔνδοξε Ἀνδρόνικε, Ἐκκλησίας ἐκνίκημα, καὶ Τάραχε πιστῶν ἡ γαλήνη, ὁ τρισαυγὴς Μαρτύρων δῆμος.
Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Ἁγίωv Μαρτύρωv τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ Δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν· ὅτι ἐν σώματι θνητῷ, τὸν ἀσώματον ἐχθρόν, τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως, καὶ πρεσβεύουσι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τριάδος ἡμῖv, τὴν δόξαν ἐμφανίσαντες, γενναῖοι Χριστοῦ, ὁπλῖται θεῖοι Μάρτυρες, σὺν Ταράχῳ Πρόβος τε καὶ Ἀνδρόvικος, ἤλεγξαν ἄπασαv, τῶν τυράννων ἀθεότητα, τῇ πίστει γενναίως ἐναθλήσαντες.
Ὁ Οἶκος
Του Ἰησοῦ τὰ πάθη γενναίως μιμησάμενοι, ἅμα σὺν Ταράχῳ τῷ σοφῷ, ὁ Πρόβος τε καὶ Ἀνδρόνικος, χαίροντες ἤχθησαν ἐν σταδίῳ, παρανόμων ἐλέγχοντες ἀθεΐαν. Ὅθεν ἡμεῖς οἱ ἐκ πόθου τιμῶντες τὴν μνήμην αὐτῶν, ἐν ὕμνοις ἀνευφημοῦμεν, καὶ πιστῶς τοὺς ἀγῶνας κηρύττομεν· ἐθαυμάστωσε γὰρ ὁ Κύριος, ὡς φωστῆρας ἐν κόσμῳ, τῇ πίστει γενναίως ἐναθλήσαντας.