Άγιος Ματθαίος ο Νεομάρτυς: Ομολόγησε θαρραλέα την αγάπη του για τον Χριστό, και το Δικαστήριο του έδωσε θανατική ποινή

18 Αυγούστου: Άγιος Ματθαίος ο Νεομάρτυς…

Ο Ματθαίος γεννήθηκε περί το 1670 μ.Χ. στο Γερακάρι Αμαρίου της Επισκοπής Λάμπης και Σφακίων. Η Κρήτη την εποχή εκείνη είχε υποδουλωθεί στους Τούρκους κατακτητές, οι οποίοι διώκαν και βασάνιζαν τους χριστιανούς. Ο πατέρας του Ματθαίου ήταν ιερέας, κι αυτό βοήθησε τον νεαρό Άγιο να ανατραφεί με τις χριστιανικές αξίες και αρετές.

Αυτό ήταν αιτία, και ο φθονερός διάβολος μίσησε τις αρετές του Ματθαίου και τον οδήγησε στην ασέβεια. Έτσι οι αλλόθρησκοι τον επιλέγουν να νυμφευθεί την Οθωμανή Αϊσέ για να ασπασθεί τον Μωαμεθανισμό.

Μετά από λίγο όμως χρόνο κατάλαβε το φοβερό του λάθος, μετανόησε βαθιά και ξαναγύρισε στην πίστη και στην Εκκλησία του, ως κρυπτοχριστιανός.

Επειδή όμως ο Ματθαίος δεν μπορούσε να κρύψει την πίστη του, και πρωί – βράδυ έκανε τον σταυρό του, αυτό ήταν αφορμή η Οθωμανίδα σύζυγός του να εξοργιστεί, και να καταγγείλει τον σύζυγό της στον τούρκο κριτή της πόλεως του Ρεθύμνου. Ο Τούρκος κριτής τότε τον κάλεσε να απολογηθεί ενώπιόν του.

Ο Άγιος στέκεται με παρρησία μπροστά στους βάρβαρους κριτές και ομολογεί ευθαρσώς την αγάπη του για τον Χριστό. Το Δικαστήριο αποφασίζει την θανατική του ποινή δι’ αποκεφαλισμού. Ο Άγιος εξεδήμησε προς Κύριον την 18η Αυγούστου του έτους 1697 μ.Χ. Η μέρα αυτή έκτοτε αποτελεί και την ημέρα μνήμης και τιμής του Αγίου Ματθαίου.

Το μαρτυρικό του σκήνωμα μετέφεραν στην γενέτειρά του το Γερακάρι, ευσεβείς χριστιανοί οι οποίοι το κήδευσαν με τιμές σε τόπο που μέχρι σήμερα ονομάζεται «του Μαθιού το μνήμα». Στον ίδιο χώρο ανηγέρθη ναός προς τιμήν του μάρτυρος.

Αποτελεί καύχημα για την Κρήτη ο Άγιος Ματθαίος ο οποίος αν και είχε αλλάξει πίστη, μεταμεληθείς επανήλθε στην ορθόδοξη πίστη. Στην Ορθοδοξία μας και στην Κρήτη μας θα γίνει ο Άγιος της συμπάθειας και της αγάπης του λαού μας, πράγμα που καλλιεργείται και σμιλεύεται ήδη στις καρδιές και ψυχές των Γερακαριανών.


Ξίφει Ματθαῖε ἀποτμηθεὶς τὴν κάραν
Χαίρων εἰσῆλθες τῶν Ἀθλητῶν εἰς μάνδραν.

Ὀγδοάτη δεκάτη Ματθαῖος ἐτμήθη κεφαλήν.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θεῖον βλάστημα, Γερακαρίου, καί ἀγλάϊσμα, τῆς Κρητονήσου, ἀνεδείχθης Ματθαῖε μακάριε, ἐν τῇ Ρεθύμνῃ Μαρτύρων τό στάδιον, ἀκαταπλήκτω τελέσας φρονήματι. Ὅθεν πρέσβευε, Χριστῷ τῷ Θεῷ δεόμεθα, δωρήσασθαι ἠμιν τό μέγα ἔλεος.

Έτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοῦ Σταυροῦ τῷ σημείῳ εὐσεβῶς σφραγιζόμενος κατ’ Ἀγαρηνὼν τῆς ἀπάτης, ὧ Ματθαῖε ἐχώρησας, καὶ ᾔσχυνας αὐτὴν σφαγιασθείς, τῷ ξίφει ὥσπερ ἄκακος ἀμνός διὰ τοῦτο τῶν Μαρτύρων ἐν οὐρανοῖς, ἠξίωσαι εὐκληρίας. Δόξα τῷ σὲ ἰσχύσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Γερακαρίου τὸν βλαστὸν τὸν εὐθαλέστατον, τὸν ἐν Ῥεθύμνῃ κραταιῶς ἀνδραγαθήσαντα, εὐφημήσωμεν Ματθαῖον ἐν κατανύξει• ἐν ὑψίστοις γὰρ Κυρίῳ παριστάμενος, τὰ τῆς χάριτος πηγάζει ῥεῖθρα ἅπασι, τοῖς κραυγάζουσι• χαίροις Μάρτυς μακάριε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ οὐρανὸς ἀθλητής ὁ ἐν τῇ Ῥεθύμνῃ, μαρτυρήσας διὰ Χριστόν• χαίροις ὁ τὸ κέρας, συντρίψας τῶν ἀπίστων, τῇ σῇ ὁμολογίᾳ, Ματθαῖε ἔνδοξε.

Έτερον Μεγαλυνάριον
Τοῦ Γερακαρίου ἄνθος τερπνόν, κλέος τῆς Ῥεθύμνης, καὶ τῆς Κρήτης πάσης πυρσός, ὤφθης ὦ Ματθαῖε, σῇ κραταιᾷ ἀθλήσει, δι’ ἧς ἐχθρὸν καθεῖλες, τὸν πολυμήχανον.

Ὁ Οἶκος
Τὸν Σταυρὸν ὥσπερ ὅπλον, περιφέρων Ματθαῖε, ἐχώρησας στεῤῥῶς κατὰ πλάνης, τῶν ἀσεβῶν Ἀγαρηνών, καὶ τὰ ὑψώματα τούτων κατέβαλες• διὸ ὡς Μάρτυς ἄριστος, ἀκούεις παρ’ ἡμῶν τοιαῦτα•

Χαῖρε τὸ σκεῦος τῆς εὐψυχίας•
χαῖρε ὁ οἶκος τῆς εὐσθενείας.
Χαῖρε εὐσεβοῦς ῥιζουχίας ἐκβλάστημα•
χαῖρε κραταιὰς παῤῥησίας ἐκπύρσευμα.
Χαῖρε μάχαιρα ἀμφίστομος κατ’ ἐχθρῶν τῶν ἀσεβῶν•
χαῖρε σθένος ἀκατάπληκτον χριστωνύμων εὐσεβῶν.
Χαῖρε Γερακαρίου τὸ ἀμάραντον ἄνθος•
χαῖρε τῆς Κρητονήσου ἀναφαίρετον κλέος.
Χαῖρε Χριστοῦ ὁπλίτης ἀχείρωτος•
χαῖρε ἡμῶν προστάτης ἀκοίμητος.
Χαῖρε Σταυροῦ τῇ δυνάμει ἀθλήσας•
χαῖρε ἐχθροῦ τάς παγίδας πατήσας.

Χαῖρε Μάρτυς μακάριε.

Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παγίαν ἐδέξατο, ἐν τῇ καρδίᾳ σαφῶς, ῥομφαῖαν σὴν ἄθλησιν, ὁ παλαμναῖος ἐχθρός, ὁ πρῴην πτερνίσας σέ• σῦ γὰρ τῆς ἀσεβείας, καταλείψας τὰς τρίβους, χαίρων ἐσφαγιάσθης, ὡς ἀμνὸς διὰ ξίφους, Ματθαῖε θεομάκαρ, τῆς Κρήτης ἀγλάϊσμα.