Τί θὰ ποῦμε λοιπόν; Θὰ ἐπιμένωμεν εἰς τὴν ἁμαρτίαν διὰ νὰ πλεονάσῃ ἡ χάρις; Μὴ γένοιτο.
Ἐμεῖς ποὺ ἐπεθάναμε ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, πῶς μποροῦμε νὰ ζοῦμε ἀκόμη μέσα σ’ αὐτήν;
Ἢ δὲν ξέρετε ὅτι ὅλοι ἐμεῖς ποὺ βαπτισθήκαμε εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν, βαπτισθήκαμε εἰς τὸν θάνατόν του;
Ἔχομεν ταφῆ λοιπὸν μαζί του διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον ὥστε, ὅπως ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν μὲ τὴν δόξαν τοῦ Πατέρα, ἔτσι καὶ ἐμεῖς νὰ ζήσωμεν μία νέα ζωή.
Διότι ἐὰν ἑνωθήκαμε μαζί του σὲ ἕνα θάνατον σὰν τὸν δικό του, τότε θὰ ἑνωθοῦμε μαζί του καὶ σὲ μία ἀνάστασι σὰν τὴν δική του,
διότι γνωρίζομεν ὅτι ὁ παλαιὸς ἑαυτός μας ἐσταυρώθηκε μὲ τὸν Χριστόν, διὰ νὰ καταστραφῇ τὸ ἁμαρτωλὸν σῶμα, ὥστε νὰ μὴ εἴμεθα πλέον δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας,
διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει πεθάνει ἔχει ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν.
Ἀλλ’ ἐὰν ἐπεθάναμε μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, πιστεύομεν ὅτι καὶ θὰ ζήσωμεν μαζί του.
Γνωρίζομεν ὅτι ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, δὲν θὰ πεθάνῃ πλέον, ὁ θάνατος δὲν ἔχει πλέον ἐξουσίαν ἐπάνω του.
Διότι τὸν θάνατον ποὺ ὑπέστη, τὸν ὑπέστη μιὰ γιὰ πάντα ἀναφορικῶς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν, τὴν ζωὴν δὲ ποὺ ζῆ, τὴν ζῆ διὰ τὸν Θεόν.
Ἔτσι καὶ σεῖς νὰ θεωρῆτε τοὺς ἑαυτούς σας ὅτι εἶσθε νεκροὶ ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀλλὰ ζωντανοὶ διὰ τὸν Θεόν, ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριόν μας.
Ἂς μὴ βασιλεύῃ λοιπὸν ἡ ἁμαρτία εἰς τὸ θνητόν σας σῶμα, διὰ νὰ σᾶς κάνῃ νὰ ὑπακούετε εἰς τὰς ἐπιθυμίας του.
Οὔτε νὰ ἔχετε τὰ μέλη σας εἰς τὴν διάθεσιν τῆς ἁμαρτίας, σὰν ὄργανα διὰ τὸ κακόν, ἀλλὰ νὰ προσφέρετε τοὺς ἑαυτούς σας εἰς τὸν Θεόν, σὰν ἄνθρωποι ποὺ ἀνέζησαν ἐκ νεκρῶν, καὶ τὰ μέλη σας εἰς αὐτόν, σὰν ὄργανα διὰ νὰ κάνουν τὸ καλόν.
Διότι ἡ ἁμαρτία δὲν θὰ σᾶς ἐξουσιάζῃ, ἀφοῦ δὲν εἶσθε κάτω ἀπὸ τὸν νόμον ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Aπόδοση στα Νεοελληνικά: Προς Ρωμαίους (στ΄ 1-14)
Αρχικό Κείμενο
Τὶ οὖν ἐροῦμεν; ἐπιμενοῦμεν τῇ ἁμαρτίᾳ ἵνα ἡ χάρις πλεονάσῃ;
Μὴ γένοιτο. οἵτινες ἀπεθάνομεν τῇ ἁμαρτίᾳ, πῶς ἔτι ζήσομεν ἐν αὐτῇ;
Ἢ ἀγνοεῖτε ὅτι ὅσοι ἐβαπτίσθημεν εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν;
Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν.
Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα,
τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ·
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας.
Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ,
εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει.
ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ.
Οὕτω καὶ ὑμεῖς λογίζεσθε ἑαυτοὺς νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ,
μηδὲ παριστάνετε τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα ἀδικίας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀλλὰ παραστήσατε ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ.
Ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει· οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ νόμον, ἀλλ᾿ ὑπὸ χάριν.
Αρχικό Κείμενο Προς Ρωμαίους (στ΄ 1-14)