Την ιδίαν ημέραν προσήλθαν εις αυτόν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν
λέγοντες· “διδάσκαλε ο Μωϋσής είπε, εάν κάποιος πεθάνη, χωρίς να αποκτήση τέκνα, πρέπει ο αδελφός του να νυμφευθή την χήραν εκείνου, δια να φέρη υιόν, ο οποίος κατά τον νόμον θα εθεωρείτο παιδί του αδελφού του.
Ησαν, λοιπόν, μεταξύ μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη απέθανε και επειδή δεν απέκτησε τέκνα, αφήκε την γυναίκα του στον αδελφόν του.
Ομοίως και ο δεύτερος και ο τρίτος έως και τον έβδομον, όλοι ενυμφεύθησαν την γυναίκα.
Υστερα δε από όλους επέθανε και η γυναίκα.
Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά θα ανήκη η γυναίκα; Διότι όλοι είχαν αυτήν ως νόμιμον σύζυγον”.
Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε εις αυτούς· “πλανάσθε, διότι δεν γνωρίζετε τας Γραφάς ούτε την δύναμιν του Θεού.
Διότι εις την ανάστασιν ούτε οι άνδρες νυμφεύονται, ούτε οι γυναίκες υπανδρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανόν.
Ως προς δε την ανάστασιν των νεκρών δεν εδιαβάσατε αυτό που σας έχει λεχθή από τον Θεόν, ο οποίος είπε δια τους τρεις πατριάρχας, που είχαν πλέον αποθάνει·
Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών, που έπαυσαν πλέον να υπάρχουν, αλλά Θεός ζωντανών, όπως είναι και οι πατριάρχαι, οι οποίοι, μολονότι απέθαναν, εξακολουθούν εν τούτοις να ζουν και θα ζουν αιωνίως”.(Και τα είπε αυτά, δια να καταδείξη την χονδροειδή άγνοιαν των Σαδδουκαίων και να καταδικάση την μωράν απιστίαν των).
Και όταν ήκουσαν τα πλήθη του λαού αυτά, κατελήφθησαν από βαθύν θαυμασμόν δια την διδασκαλίαν του.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (22,23-22,33) σε ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα: Διάλογος του Ιησού με τους Σαδουκκαίους – Το ερώτημα για την ανάσταση των νεκρών