Κάποια μικρή κόρη που λεγόταν Μούσα, όπως μου διηγήθηκε ο αδελφός της Πρόβος, άνθρωπος ευλαβής, είδε μια νύχτα σε οπτασία τη Θεοτόκο και αειπάρθενο Μαρία να της δείχνει κάποιες κόρες της ηλικίας της.
Η κόρη θέλησε να πάει στη συντροφιά τους, αλλά δεν τολμούσε. Τη ρώτησε η Θεοτόκος αν θέλει να είναι μαζί με αυτές και να καταταγεί στις ακόλουθές της, και αυτή απάντησε ότι το θέλει πάρα πολύ. Αμέσως τότε η Θεοτόκος της έδωσε εντολή να μην κάνει πια τίποτε παιδικό ή επιπόλαιο, αλλά να αποφεύγει και το γέλιο και το παιγνίδι, ξέροντας καλά ότι σε τριάντα μέρες θα έρθει ανάμεσα στις παρθένες εκείνες που είδε στην ακολουθία της.
Από εκεί λοιπόν και πέρα η κόρη άλλαξε όλες της τις συνήθειες και με όλη της τη δύναμη απέβαλε κάθε παιδική ελαφρότητα. Βλέποντας οι γονείς της την ξαφνική αυτή αλλαγή, απόρησαν και τη ρώτησαν για την αιτία. Αυτή τους ανέφερε τι την πρόσταξε η Θεοτόκος, την οποία είδε τη νύχτα, και ποια μέρα πρόκειται να πάει στην ακολουθία της.
Την εικοστή πέμπτη μέρα την έπιασε πυρετός, και την τριακοστή, όταν πλησίασε η ώρα του θανάτου της, είδε πάλι τη Θεοτόκο να έρχεται μαζί με τις κόρες εκείνες, οι οποίες και προηγουμένως της είχαν φανερωθεί, και να την προσκαλεί. Η κόρη, με ντροπαλό βλέμμα και σιγανή φωνή, αποκρίθηκε: «Αμέσως, Κυρία, έρχομαι· αμέσως, Κυρία, έρχομαι». Με τα λόγια αυτά ξεψύχησε και βγαίνοντας από το παρθενικό σώμα κατοίκησε μαζί με τις παρθένες.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Ζ’, σελ. 78. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001.