Ρουθ: Μία από τις τέσσερις γυναίκες που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού

Η Ρουθ η Μωαβίτισα υπήρξε πρώτα σύζυγος του Μααλών (Ρουθ 1,4) και μετά το θάνατό του, παντρεύτηκε το Βοόζ. Από το γάμο της με το Βοόζ απόκτησε τον Ωβήδ, που ήταν ο πατέρας του Ιεσσαί και παππούς του Δαβίδ (Ρουθ 4,21-22. Ματθαίος 1,5. Λουκάς 3,32).

Η ιστορία της Ρουθ διαδραματίζεται την εποχή των Κριτών και περιγράφεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης.

Η Ρουθ είναι μία από τις τέσσερις γυναίκες που αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στη γενεαλογία του Ιησού Χριστού (Ματθαίος 1,5). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη της την Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως (Κυριακή των Προπατόρων).

Η ΝΩΕΜΙΝ ΚΑΙ Η ΡΟΥΘ ΣΤΗ ΜΩΑΒ

Την εποχή που τους Ισραηλίτες τους κυβερνούσαν οι Κριτές, έπεσε πείνα στη χώρα. Τότε ο Ελιμέλεχ, ένας άνθρωπος από την Εφραθά, δηλαδή από τη Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα, πήγε να μείνει προσωρινά στη Μωάβ μαζί με τη γυναίκα του τη Νωεμίν και τους δύο γιους του, τον Μααλών και τον Χελαιών (Ρουθ 1,1-2).

Έφτασαν στη Μωάβ και εγκαταστάθηκαν εκεί περίπου δέκα χρόνια. Ο Ελιμέλεχ όμως πέθανε και η Νωεμίν έμεινε μόνη της με τους δυο γιους της. Αυτοί παντρεύτηκαν Μωαβίτισσες. Το όνομα της μιας ήταν Ορφά και της άλλης Ρουθ. Ο Μααλών παντρεύτηκε τη Ρουθ και ο Χελαιών την Ορφά. Έπειτα ο Μααλών και ο Χελαιών πέθαναν κι αυτοί, και η Νωεμίν έμεινε μόνη (Ρουθ 1,3-5).

Μετά απ’ αυτά τα συμβάντα, πέρασε η περίοδος της πείνας και η Νωεμίν μαζί με τις δύο νύφες της έφυγαν από τη Μωάβ και πήραν το δρόμο της επιστροφής για την πατρίδα της Νωεμίν, τη Βηθλεέμ. Σε κάποιο σημείο της πορείας τους η Νωεμίν ευλόγησε τις νύφες της και τις άφησε ελεύθερες να γυρίσουν στο πατρικό τους σπίτι. Έπειτα τις φίλησε κι αυτές ξέσπασαν σε κλάματα. Τελικά ύστερα από την επιμονή της Νωεμίν, η Ορφά αποχαιρέτησε την πεθερά της και γύρισε στο πατρικό της σπίτι, ενώ η Ρουθ έμεινε μαζί με την πεθερά της (Ρουθ 1,6-18).

Οι δυο γυναίκες έφτασαν στη Βηθλεέμ, όταν άρχιζε ο θερισμός του κριθαριού. Όλη η πόλη συγκινήθηκε για τις δύο γυναίκες, αλλά εκείνη τους έλεγε: «Μη με λέτε πια Νωεμίν (Ευχάριστη και γλυκειά), αλλά να με φωνάζετε Μαρά (Πίκρα), γιατί ο Κύριος με πίκρανε αφάνταστα και μου έστειλε τόσες θλίψεις» (Ρουθ 1,19-22).

Η ΡΟΥΘ ΚΑΙ Ο ΒΟΟΖ

Από τον άντρα της τον Ελιμέλεχ, η Νωεμίν είχε ένα συγγενή, άνθρωπο ισχυρό και πλούσιο, ο οποίος ονομαζόταν Βοόζ. Μια μέρα η Ρουθ είπε στη Νωεμίν να πάει να μαζέψει στάχυα από τα χωράφια, όπου την εποχή εκείνη θέριζαν το κριθάρι. Η Νωεμίν της έδωσε την άδεια κι έτσι η Ρουθ πήγε και μάζευε στάχυα πίσω από τους θεριστές σ’ ένα χωράφι, που εντελώς συμπτωματικά, έτυχε ν’ ανήκει στο Βοόζ, το συγγενή του Ελιμέλεχ (Ρουθ 2,1-3).

Μετά από λίγο ήρθε ο Βοόζ από τη Βηθλεέμ και χαιρέτισε τους θεριστές: «Ο Κύριος να ‘ναι μαζί σας», τους είπε. «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί», του απάντησαν εκείνοι. Τότε ο Βοόζ ρώτησε τον επιστάτη των θεριστών: «Ποιανού είναι αυτή η νέα;» Αυτός του απάντησε: «Είναι η νεαρή Μωαβίτισσα, που συνόδεψε τη Νωεμίν στην επιστροφή της από τη Μωάβ. Μας παρακάλεσε να την αφήσουμε να μαζεύει τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές να πέφτουν από τα δεμάτια. Ήρθε από το πρωί, κι ως τώρα δεν έχει καθόλου ξεκουραστεί».

Τότε ο Βοόζ είπε στη Ρουθ: «Άκουσε, κόρη μου. Μη φύγεις από ‘δω για να μαζέψεις στάχυα σ’ άλλο χωράφι. Μείνε με τις υπηρέτριές μου. Κοίτα σε ποιο χωράφι θερίζουν και πήγαινε ξωπίσω τους. Έχω διατάξει τους υπηρέτες να μη σ’ αγγίξει κανείς. Κι όταν διψάς, να πηγαίνεις στις στάμνες που τις γεμίζουν οι υπηρέτες και να πίνεις νερό».

Τότε η Ρουθ έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε. Μετά του είπε: «Γιατί μου δείχνεις τόση καλοσύνη, κι ενδιαφέρεσαι τόσο για μένα, που είμαι μια ξένη;».

Ο Βοόζ της αποκρίθηκε: «Μου είπαν όλα όσα έκανες για την πεθερά σου μετά το θάνατο του άντρα σου, κι ότι άφησες τους γονείς σου και τη χώρα που γεννήθηκες, και ήρθες σ’ έναν λαό που δεν τον γνώριζες από πριν. Ο Κύριος ν’ ανταμείψει την πράξη σου και να σου το ξεπληρώσει στο ακέραιο, που ήρθες κάτω απ’ τα φτερά του να σκεπαστείς».

Εκείνη απάντησε: «Ας έχω την εύνοιά σου, κύριέ μου! Μου ‘δωσες θάρρος και μίλησες στην καρδιά της δούλης σου» (Ρουθ 2,4-13).

Ύστερα από λίγο ο Βοόζ της είπε, «Είναι ώρα φαγητού. Πλησίασε κοντά και φάε μαζί μας». Εκείνη κάθησε δίπλα στους θεριστές κι ο Βοόζ της πρόσφερε ψωμί από αποφλοιωμένο κριθάρι κι έφαγε. Κατόπιν η Ρουθ σηκώθηκε και μάζευε στάχυα, ενώ ο Βοόζ διέταξε τους υπηρέτες του να αφήνουν τη Ρουθ να μαζεύει στάχυα ελεύθερα, ακόμη και μέσα από τα δεμάτια, και κάποιες φορές ν’ αφήνουν να πέφτουν κάτω στάχυα για χάρη της.

Η Ρουθ δούλεψε ως το βράδυ και είχε μαζέψει αρκετά στάχυα, από τα οποία έβγαλε 20 κιλά περίπου κριθάρι. Έπειτα πήρε το φορτίο της και γύρισε στο σπίτι της. Έδειξε στην πεθερά της ότι είχε μαζέψει και της έδωσε το περίσσευμα από το φαγητό που της είχαν προσφέρει. Μετά η Νωεμίν τη ρώτησε σε ποιο χωράφι πήγε και η Ρουθ της απάντησε. Η Νωεμίν δόξασε τον Κύριο και είπε στη νύφη της για τη στενή συγγένεια που είχαν με το Βοόζ.

Έτσι η Ρουθ πήγαινε μαζί με τις υπηρέτριες του Βοόζ και μάζευε στάχυα, ώσπου θέρισαν όλο το κριθάρι και το σιτάρι μέχρι το τέλος του θερισμού (Ρουθ 2,14-23).

Μια μέρα η Νωεμίν είπε στη Ρουθ, ότι πρέπει να βρει έναν σύζυγο. Γι’ αυτό της πρότεινε να καθαριστεί, να φορέσει ωραία ρούχα και να αλειφθεί με αρώματα και το βράδυ να πάει στο αλώνι του Βοόζ, όπου θα χωρίζουν το σιτάρι από τα στάχυα. Να μην του φανερωθεί ωσότου εκείνος τελειώσει το φαγητό και το ποτό του, κι όταν θα πάει να κοιμηθεί να πάει και να πλαγιάσει στα πόδια του. Μετά εκείνος θα της πει τι θα κάνει.

Η Ρουθ έκανε όπως της είπε η πεθερά της. Ο Βοόζ έφαγε, ήπιε και ύστερα κοιμήθηκε σε κάποια άκρη στο χωράφι. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βοόζ ξύπνησε απότομα και είδε μια γυναίκα να κοιμάται στα πόδια του. «Ποια είσ’ εσύ;» τη ρώτησε. Κι αυτή απάντησε: «Εγώ είμαι η Ρουθ, η δούλη σου. Πάρε με στην προστασία σου, γιατί εσύ είσαι ο κοντινότερος συγγενής μου».

Τότε ο Βοόζ είπε: «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί, κόρη μου! Αυτή η πιστότητα και η καλοσύνη σου σου είναι μεγαλύτερη από την προηγούμενη, που έδειξες στην πεθερά σου, διότι δεν αναζήτησες για άντρα σου κάποιον νεαρό, φτωχό ή πλούσιο. Τώρα, λοιπόν, κόρη μου, μη φοβάσαι. Εγώ θα κάνω για σένα ότι μου ζήτησες, γιατί όλη η πόλη ξέρει ότι είσαι ενάρετη γυναίκα. Είν’ αλήθεια ότι εγώ είμαι ο πλησιέστερος συγγενής σου, αλλά υπάρχει κι άλλος ένας, πιο κοντινός συγγενής από μένα. Μείνε απόψε εδώ, και το πρωί, αν θέλει να σε παντρευτεί εκείνος, έχει καλώς. Αν όμως δε θελήσει, τότε θα σε παντρευτώ εγώ».

Έτσι η Ρουθ κοιμήθηκε στα πόδια του Βοόζ και πριν ξημερώσει ο Βοόζ της έδωσε κριθάρι και τη βοήθησε να το φορτωθεί. Η Ρουθ γύρισε στο σπίτι της και διηγήθηκε στην πεθερά της όλα όσα έγιναν (Ρουθ 3,1-18).

Ο Βοόζ πήγε στην πόλη και βρήκε τον πιο στενό συγγενή του Ελιμέλεχ, για τον οποίο είχε μιλήσει στη Ρουθ. Τότε ο Βοόζ, έχοντας ως μάρτυρες 10 πρεσβυτέρους της πόλης, του είπε: «Η Νωεμίν, που γύρισε από τη Μωάβ, πουλάει το μερίδιο του χωραφιού που ανήκει στο συγγενή μας τον Ελιμέλεχ. Σκέφτηκα να σου το ανακοινώσω αυτό και να σου προτείνω να αγοράσεις το χωράφι εδώ μπροστά στους πρεσβυτέρους της πόλης, γιατί εσύ είσαι ο πλησιέστερος συγγενής. Αν θέλεις, λοιπόν, να ασκήσεις το δικαίωμα σου της εξαγοράς, καλώς, αν όχι, πες το μου να το ξέρω γιατί δεν υπάρχει άλλος στενότερος συγγενής να το αγοράσει. Μετά από σένα είμαι εγώ».

Εκείνος απάντησε: «Θα το αγοράσω». Τότε ο Βοόζ του είπε: «Αν αγοράσεις το χωράφι από τη Νωεμίν, πρέπει να πάρεις γυναίκα σου και τη Ρουθ, τη Μωαβίτισσα, τη χήρα του γιου της, ώστε η ιδιοκτησία του χωραφιού να παραμείνει στην οικογένεια του νεκρού άντρα της».

Ο άλλος συγγενής απάντησε: «Εγώ δεν μπορώ να εκπληρώσω το συγγενικό μου χρέος, γιατί έτσι μπορεί να καταστρέψω τη δική μου ιδιοκτησία. Ανάλαβε εσύ το δικαίωμα μου της εξαγοράς. Εγώ δεν προτίθεμαι να αγοράσω το χωράφι» (Ρουθ 4,1-6).

Υπήρχε παλιά ένα έθιμο στο λαό Ισραήλ, σχετικά με την εξαγορά και την ανταλλαγή, για την εγκυρότητα των συμφωνιών. Εκείνος που μετεβίβαζε την κυριότητα του κτήματος, έλυνε το σανδάλι του και το έδινε σ’ αυτόν που πήγαιναν τα δικαιώματα κτήσεως. Αυτό ήταν σαν μαρτυρία ανάμεσα στους Ισραηλίτες. Γι’ αυτό, όταν ο κοντινός συγγενής είπε στον Βοόζ ν’ αγοράσει εκείνος το χωράφι, έλυσε το σανδάλι του και του το έδωσε.

Τότε ο Βοόζ είπε σ’ όλους τους παριστάμενους: «Σήμερα είσαστε μάρτυρες, ότι αγόρασα από τη Νωεμίν, όλα όσα ανήκαν στον Ελιμέλεχ και τους γιους του. Ακόμη παίρνω ως γυναίκα μου τη Ρουθ τη Μωαβίτισσα. Έτσι η περιουσία θα παραμείνει στην οικογένεια του νεκρού και δεν θα χαθεί τ’ όνομά του, διότι θα δημιουργηθούν απόγονοι που θα το διατηρήσουν» (Ρουθ 4,1-12).

Έτσι ο Βοόζ πήρε τη Ρουθ γυναίκα του. Ο Κύριος την ευλόγησε και γέννησε γιο, και τον ονόμασαν Ωβήδ. Αυτός ήταν ο πατέρας του Ιεσσαί και παππούς του Δαβίδ. Οι γυναίκες της Βηθλεέμ μακάριζαν τη Νωεμίν για τη νύφη της, η οποία θα ήταν στήριγμα στα γηρατειά της και μέσω της οποίας θα συνεχιζόταν τ’ όνομα της οικογένειας. Η Νωεμίν πήρε το παιδί της Ρουθ στην αγκαλιά της και ανέλαβε να το αναθρέψει (Ρουθ 4,13-17).

Πηγή: orthodoxoiorizontes.gr