Αργά εκείνην την ημέραν λέγει εις αυτούς· “ας περάσωμεν στο απέναντι μέρος”.
Και αφού αφήκαν τον λαόν, παρέλαβαν αυτόν οι μαθηταί, όπως ευρίσκετο στο πλοίον· ήσαν δε και άλλα πλοία, που έπλεαν μαζή του.
Και αίφνης εξέσπασε μεγάλη θύελλα, τα δε κύματα, εκτυπούσαν το πλοίον και ανέβαιναν εις αυτό, ώστε εκινδύνευε να βυθισθή.
Και εκείνος εκοιμάτο εις την πρύμνην στο προσκέφαλον, που ήτο στο κάθισμα. Και τον εξύπνησαν οι μαθηταί και του λέγουν· “διδάσκαλε, δεν σε μέλλει που χανόμεθα;”
Και αφού εσηκώθη επέπληξε τον άνεμον και είπεν εις την θάλασσαν· “σώπα, πάψε αμέσως”. Και κατέπαυσεν ο άνεμος και έγινε μεγάλη γαλήνη.
Και είπεν εις αυτούς· διατί είσθε τόσον δειλοί; Πως, αφού είδατε τόσα θαύματα, δεν έχετε πίστιν;”
Και κατελήφθησαν από μεγάλον φόβον και θαυμασμόν και έλεγαν ο ένας στον άλλον· “ποιός, λοιπόν, είναι αυτός, αφού και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούουν;” (Υποτάσσονται εις αυτόν όχι μόνον αι ασθένειαι, ο θάνατος και οι δαίμονες, αλλά και αυτά τα στοιχεία της φύσεως).
(ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ 4,35 – 4,41: Η κατάπαυση της τρικυμίας)