26 Ιανουαρίου: Όσιος Κλήμης ο εν τω Όρει Σαγματίω άσκησας…
Ο Όσιος Κλήμης υπήρξε γόνος ευσεβών Χριστιανών που κατάγονταν από την Αθήνα. Ανατράφηκε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και από μικρή ηλικία εκκλησιαζόταν και μαθήτευε στο λόγο του Θεού και τις ψαλμωδίες.
Σε ηλικία τριάντα ετών εγκατέλειψε την ματαιότητα του κόσμου αυτού και ακολούθησε την οδό της μοναχικής πολιτείας, ασκητεύοντας στην Ιερά Μονή των Ασωμάτων ή του Συμβούλου στον Κιθαιρώνα, κοντά στον ξακουστό για την αρετή και την αγιότητα του γέροντα Μελέτιο (βλέπε 1 Σεπτεμβρίου) και εκεί εκάρη απ’ αυτόν μοναχός. Εκεί διέλαμψε στη σιωπή, την υπακοή, την άσκηση και την προσευχή. Έλεγε την καρδιακή προσευχή, το «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» και η καρδία του γέμιζε από παρηγοριά και χάρη. Μέσα στις λίγες αυτές λέξεις συμπύκνωσε ολόκληρη τη θεώρηση του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Όταν έβγαινε από τις Ακολουθίες που γίνονταν στο ναό, ήταν μεταμορφωμένος.
Ένας αδελφός της μονής, ο μοναχός Ιάκωβος, κάποιο βράδυ, είδε τον Όσιο να προσεύχεται και να στέκεται υψούμενος στον αέρα. Ολόκληρος ήταν λουσμένος στο φως. Ο Ιάκωβος κοίταζε και δεν χόρταινε να βλέπει το θείο θέαμα. Ένιωσε τέτοια συγκίνηση, που γύρισε πίσω στη μονή και μίλησε στους άλλους μοναχούς για την εμπειρία του και γι’ αυτό που είδε. Έτσι ο ισάγγελος Κλήμης, για να αποφύγει την δόξα και τον έπαινο των ανθρώπων, έφυγε από εκεί και ήρθε στο όρος του Σαγματά, που είναι κοντά στην πόλη των Θηβών και συνέχισε την άσκησή του σε ένα απόκρημνο σπήλαιο.
Μόλις ο Όσιος μπήκε στο σπήλαιο, έκανε το σημείο του Σταυρού και ευχαρίστησε τον Θεό που του χάρισε ένα αχειροποίητο κελί. Ο τόπος αυτός έγινε η γη των ασκητικών παλαισμάτων αυτού, δηλαδή των δακρύων, της ευχής, της νηστείας και της αυστηρής ασκήσεως. Εκεί έμεινε πολλά χρόνια και συγκέντρωσε γύρω του πλήθος μοναχών, τους οποίους καθοδηγούσε θεοφιλώς. Ο βιογράφος του Οσίου μας λέει: «Ἔμεινεν ἐν τῷ ὑψηλῷ, ἐν στενοτάτω στύλω, τάς φοράς τῶν ἀνέμων καί καυμάτων καί ὄμβρων γενναίως ὑποφέρων πάση κακουχία καί θλίψη καί στενοχωρία, τῷ Θεῷ προσομιλῶν».
Η φήμη και το πλήθος των θαυμάτων τα οποία επιτελούσε ο Όσιος Κλήμης, έφτασαν ως τη Βασιλεύουσα. Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος ο Κομνηνός θέλοντας να τιμήσει την Ιερά Μονή Σαγματά και τον Όσιο ασκητή της, δώρισε σ’ αυτή με Χρυσόβουλο ένα τεμάχιο του Τιμίου και Ζωοποιού Ξύλου «ὁπερ ὀρθίως τήν τοῦ λιχανοῦ ἐπιμέτρησιν ἀποτελεῖ, ἐγκαρσίως δέ τήν τοῦ ἀντίχειρος, το πάχος πάλι δακτύλου ἡμίσεως» (εκ του Χρυσοβούλου). Με το ίδιο χρυσόβουλο δώρησε στη Μονή και μεγάλη ἔκταση κτημάτων «παρά τήν Οὐγγρίαν λίμνην», τα σημερινά Σκορπιονέρια.
Έτσι, αφού έζησε κατά Θεόν, ο Όσιος Κλήμης κοιμήθηκε το έτος 1111 μ.Χ. με ειρήνη. Λίγο πριν παραδώσει την αγία του ψυχή στον Θεό, κάλεσε τους συμμοναστές του και τους είπε: «Σας χαιρετώ, αδελφοί μου. Σας αφήνω την ευλογία μου. Θα προσεύχομαι για τον καθένα από εσάς. Και ελπίζω σύντομα να συναντηθούμε. Συγχωρείστε με για ότι σας λύπησα. Προσευχηθείτε να δεχθεί ο Κύριος την ψυχή μου. Και να με αξιώσει να συναντήσω τον Όσιο Γέροντά μου, τον Μελέτιο και να του δώσω το φίλημα της αγάπης». Δεν μπορούσε να πει περισσότερα. Σήκωσε το χέρι και έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και βρέθηκε στην ανέσπερη λαμπρότητα της Βασιλείας του Θεού.
Η τίμια κάρα του Οσίου Κλήμεντος, αναβλύζουσα τη Χάρη και την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, φυλάσσεται με ευλάβεια στην ιερά μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά Βοιωτίας.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τόν πλοῦτον καί τήν δόξαν τοῦ ματαίου αἰῶνος ἐμίσησας θεόφρων, ὁσιώτατε Κλήμη, καί ὄρος κατέλαβες τραχύ, ἔν ᾧ προσομίλεις τῷ Θεῷ, διά τοῦτο συνελθόντες, ἐπαξίως εὐφημοῦμέν σε δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διά σοῦ πᾶσι ἰάματα.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τοὺς ἐν ἀσκήσει φαεινοὺς καὶ οὐρανόφρονας, καὶ τοῦ Χριστοῦ ὥς ἀληθῶς θείους θεράποντας, Κλήμεντα καὶ Γερμανὸν ανευφημήσωμεν, οὗτοι γὰρ ὡς ποταμοὺς ἰάματα βρύουσι, τοῖς θερμῶς τοῖς λειψάνοις αὐτῶν πελάζουσι, καὶ κραυγάζουσι, χαίροις ζεῦγος ἁγιόλεκτον.
Ὁ Οἶκος
Ἂγγελοι τῇ ἀσκήσει, Θεοφόροι δειχθέντες, πορεύετε ὴμῖν τὰς ἐλλάμψεις Θεόθεν, καὶ τάς γε ἀειφώτους μαρμαριγὰς τῆς ἀρετῆς, καὶ τοῦ θείου φωτὸς τὴν καλλονήν’ διὸ καὶ κραυγάζομεν, τοιαῦτα μεγαλοφώνως.
Χαῖρε Κλήμης ἀσκητῶν καλλονῄ,
Χαῖρε Γερμανὲ φυτὸν ἀειθαλὲς,
Χαῖρε μοναζλοντων τὸ ἐγκαλλώπισμα,
Χαῖρε Βοιωτίας τὸ ἀγαλλίαμα.
Χαίρετε φωσφόροι καὶ λαμπτῆρες ἀείφωτοι.
Χαίρετε καλλονῆς παραδείσου ἐπόπται.
Χαίρετε κρουνοὶ τῶν θαυμάτων ἀένναοι.
Χαίρετε φαιδροὶ μαργαρῖται θεῖοι,
Χαίρετε τῶν ἐν βίῳ ἀκέστορες,
Χαῖρε ζεῦγος ἁγιόλεκτον.