Ο ιερός Χρυσόστομος, ο σπουδαιότερος ρήτορας και ένας από τους εξοχότερους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ονομάζει τα Χριστούγεννα ¨Μητρόπολη των εορτών¨, γιατί είναι μητέρα και πηγή και αρχή όλων των εκκλησιαστικών γεγονότων της χριστιανοσύνης.
Ο νους του ανθρώπου στέκεται έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της γεννήσεως του Χριστού και διερωτάται: Πως είναι δυνατό μία παρθένος κόρη, η Μαριάμ, να γεννήσει τον Υιό του Θεού; Πως είναι δυνατό ο Θεός να γίνει άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός, δηλαδή, θεάνθρωπος; Μπροστά σε αυτά τα διλλήματα βρίσκεται και ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας και κατάπληκτος αναφωνεί: «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον». Είναι, πράγματι, μυστήριο, όχι μόνο για το μυαλό του ανθρώπου αλλά και των Αγγέλων, το γεγονός της ενανθρωπίσεως του Λόγου, του δευτέρου προσώπου της αγίας Τριάδος, του Χριστού.
Στο μυστήριο της θεοφανίας του Χριστού την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Κύριος με τα λόγια: «αυτά που για τους ανθρώπους είναι αδύνατα είναι δυνατά για το Θεό». Και ο υμνογράφος της Εκκλησίας θα μας υπομνήσει ότι «όπου Θεός γαρ βούλεται, νικάται φύσεως τάξις». Δίκαια το γεγονός της ενανθρωπίσεως του Χριστού θεωρείται το μεγαλύτερο των αιώνων, χάρη στο οποίο χωρίστηκε η ιστορία σε χρόνους προ Χριστού (π.Χ.) και χρόνους μετά Χριστόν (μ.Χ) και ιδρύθηκε στη γη η Εκκλησία του Χριστού.
Πολλές φορές απλοί και αθώοι χριστιανοί γι’ αυτή τη θεοφανία του Λόγου, «Θεός εφανερώθη εν σαρκί» ( Α΄ Τιμόθεου 3.16), υποβάλλουν το ερώτημα: Δεν μπορούσε ο Θεός να σώσει τον άνθρωπο με άλλο τρόπο και έπρεπε να ταπεινωθεί τόσο πολύ και να γίνει άνθρωπος; Πολύ εύστοχα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς απαντάει: «Μπορούσε, οπωσδήποτε ο προαιώνιος και απεριόριστος και παντοκράτορας Λόγος και παντοδύναμος Υιός του Θεού, και χωρίς ο ίδιος να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση, να απαλλάξει τους ανθρώπους από την υποτέλεια στο θάνατο και την υποδούλωση στο διάβολο, γιατί όλα υπακούουν στις εντολές ΤΟΥ και το καθετί εξαρτιέται από τη θεϊκή εξουσία ΤΟΥ. Όλα έχει τη δύναμη να τα ενεργεί και τίποτε δε βρίσκεται έξω από τις δυνατότητές ΤΟΥ». Υπήρχαν χίλιοι τρόποι για το Θεό, αφού είναι παντοδύναμος, να σώσει τον άνθρωπο. Όπως όμως γράφει ο Απόστολος Παύλος, στην επιστολή του προς Ρωμαίους, ο Θεός έκρινε «Καθώς, δηλαδή, δι’ ενός ανθρώπου, του Αδάμ, μπήκε σε όλο το ανθρώπινο γένος η αμαρτία και διά μέσου της αμαρτίας μπήκε ο θάνατος και έτσι ο θάνατος διαδόθηκε σε όλους τους ανθρώπους, διότι στο πρόσωπο του Αδάμ όλοι οι απόγονοί του αμάρτησαν, έτσι και διά του ενός ανθρώπου, του Ιησού, η δικαίωση μεταδόθηκε σε ολόκληρο το γένος των ανθρώπων». Θέλησε, δηλαδή, ο Θεός να σώσει με έναν ορατό τρόπο τον άνθρωπο, ώστε «καθώς ακριβώς δια της παρακοής (στο θέλημα του Θεού) του ενός Αδάμ, έγιναν αμαρτωλοί και ένοχοι το πλήθος των απογόνων τοιουτοτρόπως και δια της υπακοής που έδειξε ο ένας, Ιησούς Χριστός, θα γίνουν δίκαιοι το πλήθος των πιστευόντων». Η αγάπη του Θεού δεν μπορούσε να βλέπει το δημιούργημά του, τον άνθρωπο, δέσμιο της αμαρτίας και του θανάτου, γι’ αυτό και «κλίνας τους ουρανούς» κατέβηκε στη γη και «έγινε άνθρωπος, για να ανυψώσει τον άνθρωπο στο Θεό» ( Μέγας Αθανάσιος) . Ο Χριστός, όμως, που πρώτος Αυτός μας αγάπησε τόσο πολύ, θέλει και εμείς να τον αγαπήσουμε, αλλά για να τον αγαπήσουμε πρέπει να τον γνωρίσουμε και για να τον γνωρίσουμε πρέπει να τον αναζητήσουμε. Για να αγαπήσουμε, όμως, το Χριστό-Θεό, πρέπει πρώτα να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, τον πλησίον μας, ακόμη και τους εχθρούς μας.
Βέβαια η αγάπη μας αυτή στο πρόσωπο του ενανθρωπίσαντος Χριστού αποτελεί προσωπική μας επιλογή. Κανένας δεν υποχρεώνεται, πολύ περισσότερο δεν βιάζεται, ώστε να αγαπήσει το Χριστό. Ο Χριστός σέβεται την προσωπική μας ελευθερία, γι’ αυτό και μας καλεί κοντά ΤΟΥ με το «όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν». Αυτή η συνάντηση του πιστού με τον επί γης φανέντα Χριστό, σήμερα, γίνεται πραγματικότητα μέσα στην Εκκλησία με τη συμμετοχή μας στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. «Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, κι’ εγώ μ’ αυτόν», είπε ο ίδιος ο Ιησούς. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι έργο της Εκκλησίας είναι η συνέχιση του σωτηριολογικού έργου του Χριστού και ότι «εκτός Εκκλησίας σωτηρία δεν υπάρχει». Η Εκκλησία δεν είναι ένας ανθρώπινος οργανισμός, ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, αλλά είναι αυτό το σώμα του Χριστού παρατεινόμενο στους αιώνες.
Βέβαια όταν κάνουμε αναφορά στην ενανθρώπιση του Χριστού, δεν μπορούμε να λησμονήσουμε το πρόσωπο της αειπαρθένου Μαρίας, το άγιο σώμα και τη αγνή ψυχής της οποίας χρησιμοποίησε ο Θεός για την ενανθρώπιση του σωτήρος ΧΡΙΣΤΟΥ. Η παρθένος Μαρία γίνεται, με τη χάρη του Θεού, ο έμψυχος ναός, μέσα στον οποίο κυοφορείται το θείο βρέφος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας. Δεν μπορούμε, όμως, να αφήσουμε απαρατήρητο το γεγονός ότι όταν συμπληρώθηκε ο καιρός για να γεννήσει η παρθένος Μαρία δεν υπήρχε γι’ αυτούς τόπος «εν τω καταλύματι… και εσπαργάνωσεν αυτόν (τον Χριστό) και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη». Ο Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τη γέννησή Του ανέλαβε τη φθαρμένη από την αμαρτία δική μας φύση και τη θέωσε σε δική του φύση και ο κόσμος του πρόσφερε μια φάτνη αλόγων ζώων, για να ανακληθεί. Φοβάμαι πως κι’ αν σήμερα έρχονταν ο Χριστός, θα του προσφέραμε, ίσως, ένα πλούσιο τραπέζι, ή κάποια καινούργια ενδύματα, ακόμη και τη συμμετοχή του μαζί μας σε ένα ρεβεγιόν, αλλ’ όχι τόπο στο κατάλυμα της καρδιάς μας. Ο Χριστός δε θα δεχτεί την προσφορά μας και θα μας απαντήσει: «Παιδί μου δώσε μου την καρδιά σου». Γιατί όταν την γέννηση του θεανθρώπου Χριστού την περιορίζουμε στο τι θα φάμε και τι θα πιούμε και τι θα φορέσουμε, τότε γιορτάζουμε μεν τα Χριστούγεννα, αλλά χωρίς το Χριστό.
Πηγή: orthodoxoiorizontes.gr