14 Δεκεμβρίου: Άγιοι Φιλήμων, Απολλώνιος, Αρριανός και οι τέσσερις Προτεκτοράτοι…
Οι Άγιοι αυτοί, έζησαν στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (290 μ.Χ.) και το μαρτύριο τους έγινε ως εξής:
Ο ηγεμόνας της Θήβας στην Αίγυπτο Αρριανός, συνέλαβε 37 χριστιανούς. Ένας απ’ αυτούς, ο Απολλώνιος, δείλιασε τα βασανιστήρια και έδωσε τέσσερα φλουριά και τα ρούχα του στον Φιλήμονα, που έπαιζε σουραύλι και να θυσιάσει αυτός στα είδωλα αντί αυτού. Ο Φιλήμονας φόρεσε τα ρούχα, συγχρόνως συνδέθηκε νοητά και με τη χριστιανική πίστη. Και όταν διατάχθηκε να θυσιάσει στα είδωλα, αυτός ομολόγησε τον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας πρόσταξε να έλθει ο Φιλήμονας να παίξει με το σουραύλι του, για να ελκυσθεί ο δήθεν Απολλώνιος. Αλλά ο Φιλήμονας φανερώθηκε και ο ηγεμόνας έμεινε έκπληκτος. Του είπε όμως ότι δεν είναι χριστιανός, διότι δεν έχει βαπτισθεί. Τότε ο Φιλήμονας προσευχήθηκε θερμά και αμέσως έβρεξε δυνατά. Η βροχή αυτή, πληροφορήθηκε ο Φιλήμονας ότι, ήταν βάπτισμα γι’ αυτόν. Επειδή όμως ο Απολλώνιος έγινε αιτία να πιστέψει ο Φιλήμονας, ο ηγεμόνας τον έφερε μπροστά του και αυτός ομολόγησε τον Χριστό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, ο Αρριανός να τους βασανίσει σκληρά και κατόπιν τους αποκεφάλισε. Αλλά και ο Αρριανός τυφλώθηκε.
Στον ύπνο του όμως, φάνηκε ο Φιλήμονας και του είπε ν’ αλείψει στα μάτια του χώμα από τον τάφο του και θα θεραπευτεί. Πράγμα που έγινε. Τότε πίστεψε στον Χριστό ο Αρριανός με τέσσερις σωματοφυλακές του και αργότερα όλοι μαζί μαρτύρησαν.
Eις τον Φιλήμονα.
Ἔτερπεν αὐλοῖς πρὶν Φιλήμων τοὺς φίλους,
Τανῦν δὲ τμηθείς, τέρπεται τέρψιν ξένην.
Eις τον Aπολλώνιον.
Ἀπολλώνιον, υἱὸν Ὑψίστου θέσει,
Κτείνουσι υἱοὶ τῆς ἀπωλείας ξίφει.
Eις τον Aρριανόν.
Τὸν Ἀρριανὸν ἐργάται πονηρίας.
Ἔργον θαλάσσης δεικνύουσιν ἀφρόνως.
Eις τους Προτίκτορας.
Βάπτισμα πόντος τοῖς Προτίκτορσι ξένον,
Φοροῦσι σάκκους, ὡς στολὰς ἐμφωτίους.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Tὴν ἑξαστέλεχον μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ καὶ στύλους τῆς εὐσεβείας· Θύρσον καὶ Φιλήμονα καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανόν Καλλίνικον καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.