Κάποτε, ἐνῷ ἦταν κλεισμένος μέσα στό κελλάκι του ο Όσιος Ιωσήφ ο ησυχαστής κι᾿ ἔκανε προσευχή, χτυπάει ἡ πόρτα, (εἶχε ἔρθει ὁ πατήρ Ἀθανάσιος, ἀλλά δέν τό ἤξερε ὁ Γέροντας πώς θά ἐρχόταν).
Ἄνοιξε, πάτερ Ἀθανάσιε, τοῦ εἶπε.
Πῶς ἤξερες, Γέροντα ὅτι θά ἐρχόμουν;
Καί ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
Καλά, δέν ἐρχόσουν ἀπό ἐκεῖνο τόν δρόμο καί πέρασες ἀπό τήν σπηλιά πού εἶνια ἡ Παναγία, ἄναψες τό καντηλάκι, κάθισες λίγο καί ξεκουράστηκες, κι᾿ ἀπό ᾿κεῖ τώρα ἦρθες ἐδῶ;
Ναί.
Σέ παρακολουθῶ ἀπό ποῦ ἔρχεσαι.
Ὁ πατήρ Ἰωσήφ ὁ νεώτερος, πλησίασε τότε τόν Γέροντα ζητώντας νά μάθῃ τόν τρόπο πού τό πληροφορήθηκε αὐτό καί τοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
«Εἶναι καλύτερα νά σοῦ εὐχηθῶ νά τό αἰσθανθῇς μᾶλλον, παρά νά μάθῃς τό πῶς γίνεται σάν ξερή γνῶσι ὅμως, ἀφοῦ ἐπιμένεις, ἄκουσε:
Καθόμουν ἐδῶ στό παράθυρο μου γονατιστός, στά κουρέλια μου, κι᾿ ἔλεγα τήν εὐχή.
Σέ μιά στιγμή, ὅπως κρατοῦσα τόν νοῦ μου στήν ἐνέργεια τῆς, αὐξήθηκε περισσότερο τό Φῶς καί ὁ νοῦς μου ἄρχισε νά πλατύνεται καί νά περισσεύῃ τόσο, πού ὅλα ἔγιναν φωτεινά πλέον καί ἔβλεπα ὅλη τήν πλευρά τοῦ τόπου μας. Ἀπό τά Κατουνάκια ὥς τά μοναστήρια κάτω…μέχρι τήν Δάφνη! καθώς καί πίσω μου καί τίποτα δέν μοῦ ἦταν ἀφανές ἤ ἄγνωστο. Τό δέ Φῶς ἐκεῖνο δέν ἦταν ὅπως τό φυσικό πού δίνει ὁ ἥλιος ἤ τό τεχνητό πού κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἦταν Φῶς ἐξαίσιο, λευκό, ἄϋλο, πού δέν εἶναι μόνον ἀπ᾿ ἔξω, καθώς τοῦτο τό φυσικό, πού ἐπιτρέπει στούς ἔχοντας ὅρασι νά βλέπουν ἐξωτερικά.
Τό Φῶς ἐκεῖνο εἶναι καί μέσα στόν ἄνθρωπο καί τό αἰσθάνεται σάν δική του πνοή καί τόν γεμίζει σάν τροφή καί ἀναπνοή καί τόν ἐλαφρύνει ἀπό τό φυσικό του βάρος καί τόν μεταμορφώνει ἔτσι, ὥστε νά μήν ξέρῃ, ἄν ἔχῃ σῶμα καί βάρος ἤ περιορισμό τινά.
Τότε, εἶδα καί τόν Ἀθανάσιο νά ἔρχεται πρός ἐμᾶς ἀπό τήν στράτα τοῦ Ἁγίου Παύλου φορτωμένος μέ τόν μεγάλο ντορβᾶ του καί ἔμεινα νά τόν παρακολουθῶ, ἕως ὅτου ἦρθε μέχρις ἐδῶ. Τόν ἔβλεπα σ᾿ ὅλες του τίς κινήσεις, πού καθόταν νά ξεκουραστῇ ἤ ἀκουμποῦσε τό φορτίο του, στή πηγή τῆς Ἁγίας Ἄννας, στό μῦλο, ὅπου σταμάτησε καί ἤπε νερό, καί μέχρι πού ἔφτασε στήν πόρτα μας καί πῆρε τό κλειδί καί ἄνοιξε καί μπῆκε μέσα καί ἦθρε μπροστά μου καί ἔβαλε μετάνοια. Ἀλλά τί εἶναι αὐτό καί σᾶς ἔκανε τόση κατάπληξι;
Ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἄνθρώπου καθαρισθῇ καί φωτισθῇ, ἐκτός τοῦ ὅτι ἔχει τόν δικό του φωτισμό, χωρίς τήν προσθήκη τῆς θείας Χάριτος, βλέπει καί πέραν τῶν δαιμόνων, καθώς λέγουν οἱ Πατέρες, τότε δέχεται ἐπιπροσθέτως καί τόν φωτισμό τῆς θείας Χάριτος, ὥστε αὐτή νά μπορῇ νά μένῃ μόνιμα σ᾿ αὐτόν καί τότε τόν ἁρπάζει σέ θεωρίες καί ὁράσεις, ὅπως καί ὅσο γνωρίζει αὐτή.
Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής