Όλα νά τά γνωρίζη ό Γέροντας καί ή Γερόντισσα. Ηταν μία ένάρετη ψυχή πού ζούσε μέ πολλή εγκράτεια καί άσκησι. Κάποτε είδε στον ύπνο της κάποιο όραμα, το όποιο πίστεψε καί έπεσε σέ πλάνη. Αύτό ήταν ένα σοβαρό κώλυμα καί ό πνευματικός της πού τή χειροθέτησε λυπόταν πού δέν μπορούσε νά τό καταλάβη και νά τό άποβάλη άπό τή διάνοιά της.
Έπέτρεψε ό Θεός νά τό πή σέ μένα:
Κοίταξε, Μαρικάκι, μου είπε, αυτά πού έβλεπα όλα ήταν πλάνη.
Στήν τελευταία της ώρα, αφού κοινώνησε, κάθησε, ήρθε γιατρός, τής έκανε τήν ένεσι και είπε ότι ήταν πέντε λεπτά ύπόθεσι. Τότε ήρθε και ό πνευματικός καί τής είπα νά τον φωνάξω καί τήν έξομολόγησε.
Είπε αύτό πού δέν τό έλεγε, ότι:
Έχω πλάνη καί μέ πλανάει αύτό τό πράγμα.
Τής τραβούσα άπό προηγουμένως κομποσχοινάκι καί έλεγα «Θεέ μου, βοήθησέ την νά καταλάβη αύτό τό σφάλμα της».
Καί τότε μου είπε:
Ότι έβλεπα ήταν πλάνη, σέ παρακαλώ πολύ όπου καταλαβαίνεις ότι είπα, πήγαινε νά τούς πής ότι ήταν πλάνη. Ή Ξένη ήταν σέ πλάνη.
Εκείνη τήν ώρα είδα πού άστραψαν τά δόντια της καί βγήκε ένα φως άπό τό στόμα της ήταν σάν νά ήταν διαμαντένια τά δόντια της, όλα χρυσά. Είπα στον πνευματικό αύτό πού είδα καί είπε: «Ήταν αύτό πού τήν βάρυνε καί έφυγε καί έλαμψε ή Χάρις τού Θεού καί πάει άγγελος τώρα…», καί άρχισε νά κλαίη.
Σκεφθήτε τί φοβερό πράγμα είναι όταν είναι κρυφό κάτι, σκεφθήτε νά μή καταλαβαίνη τό σφάλμα του κανείς.
Όταν έχουμε ένα πάθος πού μάς πολεμάει καί δέν μπορούμε νά τό καταλάβουμε, όταν έρθη ή ώρα τού θανάτου, θά δυσκολευθοΰμε. ’Έχουμε νά κάνουμε μέ Κόλασι, δέν έχουμε νά κάνουμε μέ τίποτε άλλο, δέν έχουμε νά κάνουμε μέ παιχνίδια. Σκεφθήτε τό πυρ τό αιώνιον, τό σκότος τό εξώτερον, τό ψηλαφητόν σκότος.
Γερόντισσα Μακρίνα
Πηγή: ekklisiaonline.gr