Ο ιερεύς έψαξε παντού, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια. Στο βάθος είδε μια συστάδα δέντρων κι έδειξε με το χέρι του.
—Απ’ ό,τι θυμάμαι, δέσποτα, μου φαίνεται πως εκεί στα δέντρα πρέπει νά ’τανε η εκκλησιά.
Πήγαν προς τα ’κει, αλλά κι εκεί όλα τα χτίσματα ήταν χαλασμένα. Μόνο ένα κομμάτι από το ιερό Βήμα έστεκε γερό και όρθιο. Πήγαν προς τα ’κει κι, αφού ξεπέζεψαν από τ’ άλογα, λέει ο επίσκοπος στον ιερέα:
—Πήγαινε μέσα στο ιερό Βήμα.
Μόλις μπήκε μέσα στο μισογκρεμισμένο Βήμα ο ιερεύς, βλέπει τον άγγελο να στέκει και να περιμένει όρθιος κι ακούνητος. Εκείνος αναγνώρισε τον ιερέα και του λέει:
—Ζεις ακόμα, φτωχέ παππούλη μου;
—Ναι, του λέει ο ιερεύς, ζω ακόμη! Μα κι εσύ στέκεσαι ακόμη στον ίδιο τόπο;
—Ναι! του απαντά ο άγγελος. Κι έκανες πολύ καλά που ήρθες για να συγχωρήσουμε ο ένας τον άλλον και να συμφιλιωθούμε.
Συγκινημένος ο ιερεύς τού λέει:
—Ευλόγησον, άγιε άγγελε του Θεού! Συγχώρεσέ με! Κι έσκυψε προς αυτόν από σεβασμό.
Ο άγγελος τον ανασήκωσε και του λέει:
—Πρώτα εσύ πρέπει να με συγχωρήσεις, πάτερ μου, κι ύστερα εγώ εσένα. Έτσι και σε συγχωρήσω εγώ πρώτος, την ίδια στιγμή θα πεθάνεις κι εγώ θα μείνω για πάντα πια εδώ δεμένος και δίχως τα φτερά μου.
Ο ιερεύς έδειξε λίγο σκεφτικός και ύστερα του λέει στενοχωρημένος:
— Όμως, αν πρώτος εγώ σε συγχωρήσω, τότε είναι που θα πάρεις πάλι τα φτερά σου, θ’ ανέβεις στους Ουρανούς κι εγώ θα μείνω εδώ στα αιώνια δεσμά μου…
—Όχι! του λέει ο άγγελος. Ορκίζομαι στον απαρασάλευτο θρόνο του Θεού πως δεν πρόκειται να σ’ αφήσω και να σ’ εγκαταλείψω στα αιώνια δεσμά.
Ο επίσκοπος, απ’ έξω από το ιερό Βήμα, δεν έβλεπε, μα τον μεταξύ τους διάλογο τον άκουγε καθαρά.
Τότε ο ιερεύς λέει στον άγγελο:
—Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ας είσαι συγχωρεμένος από μένα τον αμαρτωλό και ανάξιο ιερέα.
Κι ευθύς αμέσως, ο επίσκοπος κι ο ιερεύς άκουσαν ένα θρόισμα φτερών κι είδαν τον άγγελο με τα φτερά του πάλι στους ώμους του κολλημένα! Άρχισε να σηκώνεται ψηλά και να λέει προς τον ιερέα:
—Ας είσαι κι εσύ συγχωρεμένος, ω πρεσβύτερε του Θεού!
Και, πριν καλά-καλά τελειώσει ο άγγελος τον λόγο του, τα κόκαλα του ιερέως έπεσαν σωρός στον τόπο που στεκότανε.
Ο επίσκοπος έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα, θαυμάζοντας το εξαίσιο αυτό γεγονός. Και λέει, κοιτώντας προς τον άγγελο:
—Άγιε άγγελέ μου! Κάνε μου, σε παρακαλώ, κι εμένα μια χάρη και ψάλε μου έναν ύμνο αγγελικό, ν’ ακούσω λίγο και να ευφρανθεί το πνεύμα μου.
Όμως ο άγγελος ήταν αντίθετος:
—Τούτο δεν είναι δυνατόν, άγιε δέσποτα. Έτσι και σου ψάλω κάτι, μόλις ακούσεις την αγγελική φωνή, θα πεθάνεις και θ’ αφήσεις κι εσύ τα γήινα. Γιατί δεν επιτρέπεται στη θνητή σάρκα του ανθρώπου ν’ ακούσει τη φωνή του αγγέλου και να συνεχίσει να ζει.
Ωστόσο, για τη μεγάλη καλοσύνη που έδειξες, και σ’ εμένα και στον ιερέα, περίμενε αν θέλεις για λίγο εδώ και, μόλις ανέβω ψηλά στον τρίτο Ουρανό, θα σου ψάλω· αλλά και από ’κει ακόμη που θα σου ψάλω, μόλις και μετά βίας θα μπορέσεις να το υποφέρεις.
Έτσι, ο άγγελος ανέβηκε στους Ουρανούς· κι όταν έφτασε στον τρίτο Ουρανό, έψαλε το «Αλληλούια». Μα η μελωδία της αγγελικής φωνής ήταν τόσο γλυκιά, που ο επίσκοπος έπεσε καταγής σα νεκρός.
Έμεινε σ’ αυτή τη στάση, ωσάν αναίσθητος, γύρω στις τρεις ώρες. Μετά, σηκώθηκε με πολύ κόπο και ανέπεμψε θερμή ευχαριστία στον Θεό. Όταν επέστρεψε στην επαρχία του, έκατσε κι έγραψε όλη την περιπέτεια του ιερέως για να ωφεληθούν κι άλλοι ακούγοντας ή διαβάζοντάς την.
Γιατί, ακούγοντας τη φρικτή αυτή διήγηση για την πτώση και την περιπέτεια του ανάξιου ιερέως, και όσοι είναι ράθυμοι και αμελείς θα διορθωθούν και θα γίνουν πιο προσεχτικοί στον βίο τους, με εγρήγορση ψυχής και σώματος, με καθαρούς λογισμούς και μακριά πάντοτε από απρεπείς και παράνομες επιθυμίες…
Του Παντελή Β. Πάσχου: «Ο Γέροντας (και άλλες αποκαλυπτικές ιστορίες)»