« ̔Ως ἐμψύχῳ Θεοῦ κιβωτῷ ψαυέτω μηδαμῶς χείρ ἀμυήτων· χείλη δέ πιστῶν τῇ Θεοτόκῳ ἀσιγήτως φωνήν τοῦ ἀγγέλου ἀναμέλποντα, ἐν ἀγαλλιάσει βοάτω· Ὄντως ἀνωτέρα πάντων ὑπάρχεις, Παρθένε ἁγνή».
«Ἐσένα πού εἶσαι ζωντανή κιβωτός τοῦ Θεοῦ, ἄς μή σέ ἀγγίζει ὁλότελα χέρι ἄπιστο, ἀλλά χείλια πιστά ἄς ψάλλουνε δίχως νά σωπάσουνε τή φωνή τοῦ ἀγγέλου (ὁ ὑμνωδός θέλει νά πεῖ τή φωνή τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, πού εἶπε: «εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί») κι ἄς κράζουνε: «Ἀληθινά, εἶσαι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα Παρθένε ἁγνή».
Ἀλλοίμονο! Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε».
Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήνκερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαγίτες τους.
Ἄμποτε, Παναγιά μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα. Μά ποιός ἀπό μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τόν Χριστό κι’ ἀπό τούς ἁγίους; Γυρεύουμε βοήθεια ἀπό τό κάθε τί, παρεκτός ἀπό τό Θεό. Ἀλλά τί βοήθεια μποροῦνε νά δώσουν στόν ἄνθρωπο τά εἴδωλα τά λεγόμενα ἐπιστήμη καί τέχνη;
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ ἀναχωρητής λέγει: «Σ’ ὅλους τούς δρόμους πού πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σέ τοῦτον τόν κόσμο δέν βρίσκουνε σέ κανένα τήν εἰρήνη, ὡς πού νά σιμώσουμε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ».
Μά ἀλλοίμονο οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος.
Ὅποιος δέν ἔχει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νἄχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσεις ὅλα εἶναι σάπια. Γι’ αὐτό κι ὁ ὑμνογράφος πού εἴπαμε, λέγει στήν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι· πρόφθασον, θερμή προστασία, καί σήν βοήθειαν δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ».
Ὅλα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε νά μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοῦτο φωνάζω Ἐσένα μέ θρῆνο πικρόν, καί λέγω: Πρόφταξε καί δῶσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι ἄθλιο δοῦλο σου.
Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο: κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο.
Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ Κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: Καταφυγή, Σκέπη τοῦ κόσμου, Γοργοεπήκοο, Γρηγοροῦσα, Ὀξεία ἀντίληψη, Ἐλεοῦσα, Ὁδηγήτρια, Παρηγορίτισσα καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε. Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνιέται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο ἤγουν μέ δάκρυα, μέ πόνο καί μέ ταπεινήἀγάπη.
Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο.
Σέ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, μά ἐμεῖς τήν ὑμνολογοῦμε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ ἀγάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας.
Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δεῖ τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσει. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, τό χαροποιόν πένθος, ἡ χαρμολύπη μας, ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους, ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις.
Ἡ ὑμνωδία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία.
Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική: «Ἐπί σοί χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ἧς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν».
Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πῶς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδος, τά χωριά, οἱ πολιτεῖες, γεμίσανε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό τό χρυσοῦν θυμιατήριον, ἀπ’ αὐτή τήν μανναδόχον στάμνον πού ἔχει μέσα μῦρον τό ἀκένωτον.
Φώτης Κόντογλου
* Περιοδικό: «Ἑλληνική δημιουργία», τ. 37, 1949. Βλ. καί Ἰωάννου Κανιολάκη, «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει», Δοξολογικό ἀφιέρωμα εἰς τήν ἑορτήν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, Ρέθυμνον 2014, σσ. 155-156.
«Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ ἐν Σέρραις ἀθλήσας».
Διμηνιαῖο Περιοδικό Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σερρῶν καί Νιγρίτης,
Τεῦχος 280 – Μάϊος – Αὔγουστος 2020
Πηγή: oikohouse