Ὁ εὐλογημένος Πατέρας συχνὰ ἀξιωνόταν τὶς ἐπισκέψεις τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ σχεδὸν ποτὲ δὲ μιλοῦσε γιὰ αὐτές, δὲν τὶς ἐξιστοροῦσε. Ἁπλᾶ ἀναφερόταν σὲ αὐτές, ὅταν ὑπῆρχε πνευματικὴ ἀνάγκη. Ὄχι γιὰ νὰ ἀποκαλύψει τὴν οὐράνια πληροφορία, ἀλλὰ γιὰ τὴν Δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τῶν ἄλλων. Μᾶλλον, μπορῶ νὰ πῶ πὼς ὄχι ἁπλᾶ ἀξιωνόταν τήν ἐπίσκεψη τῶν Ἁγίων, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ἐκεῖνα τὰ χρόνια ποὺ ὁ Κύριος μὲ εὐλόγησε νὰ βρίσκομαι κοντὰ στὸν Γέροντα, κατοικοῦσε στὴν Ἄνω Ἱερουσαλήμ…
Ποῦ καὶ ποῦ μέσα στὸ κελλί εὐωδίαζε ἡ ἁγιότητα. Τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τοῦ κοινοῦ κανόνα τοῦ κελλιοῦ ὁ Γέροντας στεκόταν στὴν μόνιμη θέση του, στὸ ἐξωτερικὸ κελλί, δίπλα στὴν καρέκλα του καὶ στὸ τραπέζι, μπροστὰ ἀπὸ τὶς ἅγιες εἰκόνες. Δὲν σήκωνε πολὺ ψηλὰ τὰ μάτια του, ἀλλὰ ὅλο τὸ εἶναι του ἀκτινοβολοῦσε τὴν αἴσθηση, ὅτι βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἀπουσίαζε ἀπὸ ἐδῶ, ἀπὸ τὴν ἐπίγεια διακονία. Τί οὐράνια προσήλωση…
Τὸ ὕψος του γιὰ μένα ἦταν τὸ πιὸ μεγάλο. Δὲν εἶναι ἀπάτη τῆς ὅρασης, διότι πάντα ὑψωνόταν πάνω ἀπὸ ὅλους μας, πάντα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν σκέψη πρὸς τὰ οὐράνια. Κι’ ὅταν ἀκόμα μιλοῦσε ἢ ἄκουγε πολύ προσεχτικὰ κάποιον ἄνθρωπο, προσευχόταν. Αὐτὴ ἡ προσευχητικὴ στροφὴ στὸν Θεό σὰν νὰ τὸν ἀνύψωνε ἀπὸ τὴν γῆ. Κάποτε πετοῦσε πάνω ἀπὸ τὴν γῆ, χωρίς νὰ τὴν ἀγγίζει μὲ τὰ πέλματά του… Ἦταν ἀκριβῶς ἔτσι. Τὰ ὑποδήματά του ποτὲ δὲν φθείρονταν… Εἶναι «γερά», ὅπως ἔλεγε ὁ εὐλογημένος Γέροντας. Καὶ ἀκόμα ἔλεγε: «Εἶμαι αἰθέριος, δὲν ζυγίζω τίποτα… Καὶ δὲν στέκομαι»… Τέτοιος ἦταν ὁ ἀείμνηστος Γέροντας.
Συνέβαινε νὰ ἀπλωθεῖ λεπτὴ εὐωδία ξαφνικὰ στὸν ἀέρα.
Κάποτε ἀκουγόταν ὁ ψίθυρος κάποιου: «Άραγε ἔβαλε κανεὶς άρωμα;» Δύο πρεσβυτέρες φανέρωσαν ἡ μία στὴν ἄλλη τοὺς λογισμούς τους: «Συγγνώμη, νόμιζα πὼς βάζεις ἄρωμα», εἶπε ἡ μία. «Κὶ ἐγὼ μπαίνοντας στὸ κελλί, σκέφτηκα τί θαυμάσιο ἄρωμα ἔχεις!», εἶπε ἡ ἄλλη.
Μετὰ τὴν προσευχή, τὸ λεπτὸ ἄρωμα γινόταν ἀκόμα πιὸ ἀπαλό, ἀλλὰ ἡ καρεκλίτσα καὶ ἡ θέση ποὺ στεκόταν ὁ Γέροντας ἀκόμα κάποια ὥρα διατηροῦσαν τὴν Οὐράνια δροσιά. Αὐτὴ ἡ λεπτὴ μυρωδιὰ τῆς Χάριτος ἦταν ἰδιαίτερα αἰσθητή, ἐπειδὴ στὸ «καταφύγιο» τοῦ Γέροντα πάντα κατοικοῦσαν διάφορα ζωάκια.
Ήταν εὐπρόσδεκτοι φίλοι. Κάτω ἀπὸ τὸ ταβάνι κουνιούνταν κλουβιά, ποὺ εἶχαν στὰ γρήγορα φτιαχτεῖ ἀπὸ κοφίνια γιὰ τὰ πληγωμένα πουλάκια. Οἱ γάτοι πηγαινοέρχονταν παντοῦ, ἦταν ὁ δικός τους κόσμος, τὸ δικό τους σπίτι, τὸ δικό τους καταφύγιο.
Μόνιμοι ἢ ἀλλιῶς «νόμιμοι», ἢ ὅπως ἀστειευόταν ὁ Γέροντας
«ἐγγεγραμμένοι» ἦταν οἱ τρεῖς. Ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑπολοίπων ἐξαρτιόταν ἀπὸ τὸν καιρὸ καὶ τὴν ὕπαρξη ἢ ἀπουσία τροφῆς στὸ περιβάλλον.
Πηγή: apantaortodoxias.blogspot.com