Υπήρχε ένας ζωγράφος που ονομαζόταν Ιωάννης ο οποίος δεν είχε δει ποτέ ενόσω ζούσε την αγία Θεοδώρα την εν Θεσσαλονίκη, ούτε είχε επισκεφθεί το Μοναστήρι στο οποίο έζησε.
Ένα βράδυ, λοιπόν, είδε στον ύπνο του ότι βρέθηκε στον τάφο της και είδε την καντήλα που ήταν κρεμασμένη και ανέβλυζε λάδι κάτω από την οποίαν υπήρχε ένα πήλινο δοχείο που δεχόταν το λάδι το οποίο έπεφτε, όπως πράγματι συνέβαινε.
Το πρωί ενώ περπατούσε στην αγορά της Θεσσαλονίκης τον πήρε ένας γνωστός του και τον πήγε στο μοναστήρι για να αναστηλώσει την εικόνα του αγίου Στεφάνου, στο όνομα του οποίου ήταν αφιερωμένη η Μονή.
Όταν μπήκαν μέσα αναγνώρισε το μέρος το οποίο είχε δει το προηγούμενο βράδυ στον ύπνο του και λέει στον φίλο του:
– Εδώ ήμουν χθες το βράδυ, και διηγήθηκε στον φίλο του όσα είδε.
Τις επόμενες τρεις νύχτες έβλεπε στον ύπνο του πως ζωγράφιζε την αγία Θεοδώρα.
Από αυτό πείστηκε πως έπρεπε να την ζωγραφίσει.
Γι’ αυτόν και όταν σηκώθηκε την ζωγράφισε μετά «πόθου, πόνου και ευλαβείας, χωρίς να ρωτήσει κάποιον πώς ήταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, η φυσιογνωμία της και η στάση του σώματός της».
Παραδόξως, όμως, διά θείας βοηθείας και της πρεσβείας της αγίας πέτυχε τόσο πολύ την μορφή της, ώστε της έμοιαζε τόσο πολύ, όταν αυτή ήταν στο άνθος της εφηβικής της ηλικίας. Διότι, ίσως να ήταν θέλημα Θεού να φαίνεται πόσο ωραία ήταν, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει τον κόσμο και να γίνει μοναχή.
Μετά από καιρό και αφού η εικόνα της αγίας είχε παραχωρηθεί στο μοναστήρι, άρχισε να ρέει και από την εικόνα «έλαιον μυρίπνοον και ευωδέστατον», δηλαδή μύρο, το οποίο έβγαινε περισσότερο από την αγία της δεξιάν χείρα και έπλενε όλο το κάτω μέρος της εικόνας.
Όταν ακούστηκε αυτό, έτρεχαν όλοι στο Μοναστήρι φέρνοντας με πολλή πίστη μαζί τους και αρρώστους οι οποίοι όλοι θεραπεύονταν και κανείς δεν έφευγε περίλυπος. Ανάμεσα σ’ αυτούς και δαιμονισμένους, παράλυτους, λεπρούς και αρρώστους από πάσα αθεράπευτη ασθένεια πάσχοντες.
Όλοι οι άρρωστοι που έφταναν εκεί με μεγάλη πίστη, μόλις πλησίαζαν και αλείφονταν με το μύρο της αγίας εικόνας, θεραπεύονταν αμέσως και επέστρεφαν στα σπίτια τους χαρούμενοι, δοξάζοντες τον Χριστό ο οποίος κάνει με αυτούς που τον αγαπούν και τον λατρεύουν μεγάλα και εξαίσια θαύματα.
Διασκευή από τον Μέγα Συναξαριστή της Εκκλησίας, μήνας Αύγουστος, τόμος 8ος.
Πηγή: pemptousia.gr