Μάθε να προσεύχεσαι: Αν μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι βρισκόμαστε σέ κίνδυνο, θα προσευχόμασταν συνέχεια, ασταμάτητα

Άν η απελπισία μας πηγάζει από πολύ βαθιά μέσα μας, άν αυτό πού ζητάμε, αυτό γιά τό οποίο κραυγάζουμε, είναι τόσο ουσιαστικό ώστε νά καλύπτει όλες τίς ανάγκες τής ζωής μας τότε βρίσκουμε κατάλληλα λόγια νά προσευχηθούμε καί μπορούμε νά φτάσουμε στήν κορυφαία στιγμή τής προσευχής μας, τή συνάντηση μέ τό Θεό.

Θά ήθελα νά πώ κάτι γιά τήν «κραυγή» τής προσευχής. Φώναζε δυνατά ο τυφλός Βαρτίμαιος. Τί λέει όμως τό Ευαγγέλιο γιά τούς ανθρώπους γύρω του; Προσπαθούσαν, λέει, νά τόν κάνουν νά σιωπήσει. Μπορούμε νά φανταστούμε όλους εκείνους τούς ευσεβείς ανθρώπους μέ τήν καλή όραση, τά γερά πόδια, τήν καλή υγεία πού περικύκλωναν τό Χριστό καί μιλούσαν γιά υψηλά θέματα, γιά τή Βασιλεία τού Θεού πού έρχεται, γιά τά μυστήρια τών Γραφών, νά γυρίζουν πρός τό Βαρτίμαιο καί νά τού λένε: «επί τέλους, δέν μπορείς νά ησυχάσεις; Τά μάτια σου, τά μάτια σου, καί τί σημασία έχουν αυτά ενώ μιλούμε γιά τό Θεό;»

Ο Βαρτίμαιος φαινόταν σάν κάτι ξένο πού ξαφνικά έμπαινε στή μέση καί, αδιαφορώντας τελείως γιά τά συμβαίνοντα, ζητούσε από τό Θεό κάτι πού απελπιστικά τό είχε ανάγκη. Καί όλα αυτά τά έκανε παρά τό γεγονός ότι μέ τίς φωνές του κατέστρεψε τήν αρμονία τών εθιμοτυπικών συζητήσεων γύρω του. Οι ενοχλημένοι θά μπορούσαν νά τόν απομακρύνουν καί νά τόν κάνουν νά σιωπήσει. Τό Ευαγγέλιο όμως λέει πώς, ενώ όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήθελαν νά τόν ησυχάσουν, αυτός επέμενε, γιατί αυτό πού ζητούσε είχε πολύ μεγάλη σημασία γιά τόν ίδιο. Όσο περισσότερο προσπαθούσαν νά τού κλείσουν τό στόμα, τόσο πιό πολύ εκείνος φώναζε.

Εδώ βρίσκεται τό μήνυμά μου. Υπάρχει στήν Ελλάδα ένας άγιος, ονομάζεται Μάξιμος. Ήταν νέος όταν μία μέρα πήγε στήν Εκκλησία καί άκουσε τό ανάγνωσμα τού Αποστόλου πού λέει ότι πρέπει νά προσευχόμαστε «αδιαλείπτως». Αυτό έκανε τόση εντύπωση στό Μάξιμο ώστε σκέφτηκε πώς δέν θά μπορούσε νά κάνει τίποτα άλλο παρά νά προσπαθήσει νά τηρήσει αυτή τήν εντολή.

Όταν βγήκε από τό ναό σκέφτηκε νά πάει στό κοντινότερο βουνό καί εκεί ήσυχος νά αρχίσει νά προσεύχεται όπως άκουσε στό Ευαγγέλιο. Σάν Έλληνας χωρικός τού τετάρτου αιώνα, ήξερε τό «Πάτερ ημών» καί μερικές άλλες προσευχές. Έτσι, όπως μάς λέει ο ίδιος, άρχισε νά τίς λέει τή μία ύστερα από τήν άλλη, καί πάλι από τήν αρχή, ασταμάτητα. Αισθάνθηκε, πραγματικά, πολύ όμορφα. Προσευχόταν, ήταν συντροφιά μέ τό Θεό, ήταν χαρούμενος. Τό καθετί τού φαινόταν τόσο τέλειο! Μόνο πού σιγά- σιγά ο ήλιος άρχισε νά πέφτει, άρχισε νά κάνει κρύο καί νά σκοτεινιάζει.

Η νύχτα είχε πέσει γιά τά καλά όταν άρχισε ν ακούει γύρω του θορύβους, πολλούς καί παράξενους θορύβους. Άκουγε τό σπάσιμο τών κλαδιών κάτω από τά πόδια τών ζώων, έβλεπε τά λαμπερά μάτια τών άγριων θηρίων, άκουγε τίς κραυγές τών μικρών ζώων πού τά έτρωγαν τά μεγαλύτερα. Άκουγε όλων τών ειδών τούς γνωστούς νυχτερινούς θορύβους τού δάσους.

Τότε αισθάνθηκε πώς ήταν μόνος. Πραγματικά μόνος, ένα μικρό απροστάτευτο πλάσμα μέσα στόν κόσμο τού κινδύνου, τού θανάτου, τού σπαραγμού. Ένιωσε ότι δέν είχε καμιά άλλη βοήθεια άν ο Θεός δέν τού έδινε τή δική Του. Δέν συνέχισε πιά νά λέει τό «Πάτερ ημών» καί τό «Πιστεύω». Έκανε ό,τι έκανε καί ο Βαρτίμαιος. Άρχισε νά φωνάζει δυνατά: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, ελέησόν με». Τό φώναζε αυτό όλη τή νύχτα γιατί τά ζωντανά τού δάσους καί τά λαμπερά τους μάτια δέν τού έδιναν ευκαιρία γιά ύπνο.

Τέλος ξημέρωσε. Σκέφτηκε, λοιπόν, αφού όλα τά ζώα έχουν φύγει πιά καί πήγαν νά κοιμηθούν «τώρα μπορώ καί εγώ νά προσευχηθώ». Αλλά τότε ένιωσε ότι πεινούσε. Σκέφτηκε ότι θά μπορούσε νά μαζέψει μερικά βατόμουρα, γιά νά φάει. Πλησίασε ένα θάμνο, αλλά ξαφνικά τού ήρθε η σκέψη ότι όλα τά αστραφτερά μάτια καί άγρια νύχια θά πρέπει νά είναι κρυμμένα κάπου εκεί στούς θάμνους.

Έτσι άρχισε νά προχωρεί πολύ προσεκτικά καί σέ κάθε του βήμα έλεγε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με, βοήθησέ με, βοήθησέ με, σώσε με. Ώ Θεέ μου, βοήθησέ με, προστάτεψέ με». Γιά κάθε βατόμουρο πού μάζεψε, σίγουρα, είχε προσευχηθεί πολλές φορές.

Πέρασε ο καιρός καί ύστερα από πολλά χρόνια συνάντησε ένα γέροντα καί έμπειρο ασκητή, ο οποίος τόν ρώτησε πώς είχε μάθει νά προσεύχεται αδιάλειπτα. Ο Μάξιμος είπε: «Νομίζω πώς ο διάβολος μέ δίδαξε νά προσεύχομαι αδιάλειπτα». Ο γέροντας απάντησε: «Καταλαβαίνω τί θέλεις νά πείς. Αλλά θά ήθελα νά είμαι βέβαιος ότι σέ καταλαβαίνω σωστά». Ο Μάξιμος τότε τού εξήγησε πώς είχε σιγά- σιγά συνηθίσει όλους τούς θορύβους καί τούς κινδύνους τής μέρας καί τής νύχτας. Ύστερα όμως τού ήρθαν πειρασμοί σαρκικοί, πειρασμοί τού νού, τών αισθημάτων καί αργότερα πιό ισχυρές επιθέσεις τού διαβόλου. Ύστερα απ όλα αυτά δέν υπήρχε στιγμή τής μέρας καί τής νύχτας πού νά μήν κραυγάζει στό Θεό: «Ελέησον, ελέησον, βοήθησε, βοήθησε, βοήθησε».

Μιά μέρα, ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια αδιάλειπτης προσευχής ο Κύριος τού αποκαλύφτηκε. Από τή στιγμή εκείνη ησυχία, ειρήνη καί γαλήνη τόν πλημμύρισαν. Δέν υπήρχε πιά φόβος φόβος από τό σκοτάδι, από τούς θάμνους, ούτε από τό διάβολο- ο Κύριος είχε επικρατήσει. «Τότε», είπε ο Μάξιμος, «έμαθα ότι άν δέν έλθει ο Κύριος, είμαι απελπιστικά αβοήθητος. Έτσι, καί όταν ακόμα ήμουνα γαλήνιος, ειρηνικός καί ευτυχισμένος, συνέχισα νά προσεύχομαι λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ τού Θεού, ελέησόν με, γιατί μόνο στό θείο έλεος υπάρχει η ειρήνη τής καρδιάς καί τού νού, η γαλήνη τού σώματος καί η δύναμη τής θέλησης».

Έτσι δέν μπορούμε νά πούμε πώς ο Μάξιμος έμαθε νά προσεύχεται παρά τήν ταραχή πού τόν κατείχε, αλλά ακριβώς εξ αιτίας τής ταραχής. Γιατί η ταραχή του ήταν ένας πραγματικός κίνδυνος. Άν μπορούσαμε νά αντιληφθούμε ότι καί μείς βρισκόμαστε σέ πολύ μεγάλη ταράχη, σέ κίνδυνο, ότι ο διάβολος παραφυλάει προσπαθώντας νά μάς πιάσει καί νά μάς καταστρέψει, τότε θά προσευχόμαστε συνέχεια, ασταμάτητα.

Anthony Bloom (Metropolitan of Sourozh (1914- 2003) Μάθε να προσεύχεσαι.